Η λέξη "purchasable" αναφέρεται σε οτιδήποτε μπορεί να αγοραστεί ή να αποκτηθεί μέσω πληρωμής. Χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικά ή εμπορικά συμφραζόμενα για να περιγράψει προϊόντα ή υπηρεσίες που είναι διαθέσιμα στο κοινό για αγορά. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενο σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε προφορικό λόγο.
Το νέο λογισμικό είναι αγοραστό online.
All the items in the store are purchasable.
Όλα τα αντικείμενα στο κατάστημα είναι διαθέσιμα προς αγορά.
Certificates of authenticity for the artwork are purchasable upon request.
Αν και η λέξη "purchasable" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, έχει έντονη παρουσία σε συμφραζόμενα που σχετίζονται με την αγορά και τις πωλήσεις.
Όλα είναι αγοραστά με πιστωτική κάρτα.
In today’s market, almost anything is purchasable if you have the money.
Στη σημερινή αγορά, σχεδόν οτιδήποτε είναι αγοραστό αν έχεις χρήματα.
The company's policies ensure that all products are purchasable at fair prices.
Η λέξη "purchasable" προέρχεται από το ρήμα "purchase", που σημαίνει "να αγοράσω", και το κατάληκτικό μέρος "-able", το οποίο υποδηλώνει ικανότητα. Το "purchase" έχει την αρχή του από τη μεσαιωνική Λατινική λέξη "purchasare".