purchasable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

purchasable (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "purchasable" αναφέρεται σε οτιδήποτε μπορεί να αγοραστεί ή να αποκτηθεί μέσω πληρωμής. Χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικά ή εμπορικά συμφραζόμενα για να περιγράψει προϊόντα ή υπηρεσίες που είναι διαθέσιμα στο κοινό για αγορά. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενο σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The new software is purchasable online.
  2. Το νέο λογισμικό είναι αγοραστό online.

  3. All the items in the store are purchasable.

  4. Όλα τα αντικείμενα στο κατάστημα είναι διαθέσιμα προς αγορά.

  5. Certificates of authenticity for the artwork are purchasable upon request.

  6. Τα πιστοποιητικά γνησιότητας για το έργο τέχνης είναι αγοραστά κατόπιν αιτήσεως.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Αν και η λέξη "purchasable" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, έχει έντονη παρουσία σε συμφραζόμενα που σχετίζονται με την αγορά και τις πωλήσεις.

  1. Everything is purchasable with a credit card.
  2. Όλα είναι αγοραστά με πιστωτική κάρτα.

  3. In today’s market, almost anything is purchasable if you have the money.

  4. Στη σημερινή αγορά, σχεδόν οτιδήποτε είναι αγοραστό αν έχεις χρήματα.

  5. The company's policies ensure that all products are purchasable at fair prices.

  6. Οι πολιτικές της εταιρείας διασφαλίζουν ότι όλα τα προϊόντα είναι αγοραστά σε δίκαιες τιμές.

Ετυμολογία

Η λέξη "purchasable" προέρχεται από το ρήμα "purchase", που σημαίνει "να αγοράσω", και το κατάληκτικό μέρος "-able", το οποίο υποδηλώνει ικανότητα. Το "purchase" έχει την αρχή του από τη μεσαιωνική Λατινική λέξη "purchasare".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



25-07-2024