purely analytical - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

purely analytical (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Είναι μια φράση που λειτουργεί ως επίθετο και επιρρηματική φράση.

Φωνητική μεταγραφή

/pjʊrli ænəˈlɪtɪkəl/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η φράση "purely analytical" αναφέρεται σε μια προσέγγιση που βασίζεται αυστηρά στην ανάλυση, χωρίς επιρροές ή συναισθηματικά στοιχεία. Χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά, ακαδημαϊκά ή επαγγελματικά συμφραζόμενα για να περιγράψει μια μέθοδο ή μια διαδικασία που στηρίζεται αποκλειστικά σε δεδομένα και λογική. Η φράση είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο όπως ερευνητικά άρθρα, αναφορές ή αναλύσεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The conclusions were drawn from purely analytical methods.
    Οι συμπεράσματα προήλθαν από καθαρά αναλυτικές μεθόδους.

  2. Her assessment of the situation was purely analytical and lacked empathy.
    Η εκτίμησή της για την κατάσταση ήταν απολύτως αναλυτική και lacked ενσυναίσθηση.

  3. In scientific research, purely analytical results are crucial for credibility.
    Στην επιστημονική έρευνα, καθαρά αναλυτικά αποτελέσματα είναι κρίσιμα για την αξιοπιστία.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "purely"

Δυστυχώς, δεν υπάρχουν πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν τη λέξη "purely". Ωστόσο, μπορούμε να αναφέρουμε μερικές προτάσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη με τον ίδιο νου:

  1. The decision was made purely on analytical grounds. Η απόφαση ελήφθη απολύτως με βάση αναλυτικά κριτήρια.

  2. He approached the problem in a purely analytical way. Αντιμετώπισε το πρόβλημα με καθαρά αναλυτικό τρόπο.

  3. Our discussion remained purely analytical and did not deviate into personal opinions. Η συζήτησή μας παρέμεινε απολύτως αναλυτική και δεν παρεκτράπηκε σε προσωπικές απόψεις.

Ετυμολογία

Η λέξη "purely" προέρχεται από το μεσαιωνικό "pure" που σημαίνει "καθαρός", και το επίρρημα "-ly". Ο όρος "analytical" προέρχεται από το ελληνικό "αναλυτικός" (analytikos), που πηγάζει από τη λέξη "αναλύω" (analyō), που σημαίνει "να διαχωρίσω σε μέρη".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - strictly analytical - exclusively analytical - completely analytical

Αντώνυμα: - subjective - emotional - intuitive



25-07-2024