Puriform: επίθετο
/pjʊə.rɪ.fɔːm/
Η λέξη "puriform" αναφέρεται σε υλικό που έχει ή μοιάζει με πύο, δηλαδή είναι παχύ και κίτρινο ή πράσινο, όπως ορισμένες εκκρίσεις που παράγονται από λοιμώξεις. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά ή βιολογικά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτό κείμενο, όπως σε ιατρικές αναφορές ή θεωρητικά κείμενα, παρά στον προφορικό λόγο.
Η πληγή είχε μολυνθεί και παράγει μια πυώδη εκκρίσεις.
The doctor noted that the puriform fluid indicated a bacterial infection.
Ο γιατρός παρατήρησε ότι το πυώδες υγρό υποδήλωνε βακτηριακή λοίμωξη.
In cases of severe infection, the pus may be particularly puriform.
Η λέξη "puriform" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, κυρίως λόγω του εξειδικευμένου ιατρικού της περιεχομένου. Παρόλα αυτά, θα δώσω κάποιες σχετικές προτάσεις για να δείξω τη χρήση της:
Η πυώδης φύση της εκκρίσεως μπορεί να είναι ανησυχητική για τους ασθενείς.
When examining puriform samples, the technician must wear gloves.
Όταν εξετάζουν πυώδη δείγματα, ο τεχνικός πρέπει να φοράει γάντια.
A puriform infection often requires antibiotics for successful treatment.
Η λέξη "puriform" προέρχεται από το λατινικό "pur" που σημαίνει "πύο" και το ελληνικό "μορφή", που σημαίνει "μορφή" ή "έκφραση". Αυτό υποδηλώνει άμεσα ότι αναφέρεται στη μορφή του πύου.
Συνώνυμα: - Pus-like - Suppurative
Αντώνυμα: - Non-purulent - Clear
Με αυτές τις πληροφορίες, μπορείτε να αποκτήσετε μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "puriform" και τη χρήση της στην αγγλική γλώσσα.