Purinometer: Ουσιαστικό
/pjʊˈrɪnəˌmiːtər/
Το χημικό "purinometer" αναφέρεται σε ένα όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των επιπέδων πουρίνης σε διάφορες ουσίες, όπως σε βιολογικά δείγματα ή βιοχημικές αναλύσεις. Οι πουρίνες είναι οργανικές ενώσεις που εμπλέκονται σε πολλές βιολογικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένου του μεταβολισμού.
Η λέξη purinometer χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και ιατρικά κείμενα, σχετιζόμενη με βιοχημικές αναλύσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι περιορισμένη, καθώς ανήκει σε ένα εξειδικευμένο πεδίο. Χρησιμοποιείται περισσότερα σε γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Το εργαστήριο χρησιμοποίησε ένα πουρινόμετρο για να αναλύσει τα δείγματα για τα επίπεδα πουρίνης.
Accurate readings from the purinometer are essential for understanding metabolic processes.
Οι ακριβείς μετρήσεις από το πουρινόμετρο είναι απαραίτητες για την κατανόηση των μεταβολικών διαδικασιών.
Researchers developed a new type of purinometer that increases measurement accuracy.
Ως εξειδικευμένος όρος, η λέξη "purinometer" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να εμφανίζεται σε τεχνικά και επιστημονικά συμφραζόμενα όπου γίνεται λόγος για την ανάλυση βιοχημικών στοιχείων.
Η λέξη "purinometer" προέρχεται από τις λέξεις "purine" (πουρίνη) και το ελληνικό "metron" που σημαίνει "μέτρο". Έτσι, το purinometer είναι το όργανο που μετρά την ποσότητα πουρίνης.
Συνώνυμα: - Purine analyzer
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα καθώς η λέξη αναφέρεται σε ένα εξειδικευμένο εργαλείο μέτρησης.