Η φράση "purulent osteochondritis" συνδυάζει δύο λέξεις που αποτελούν ιατρικούς όρους. Κατά συνέπεια, μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ουσιαστικό.
/pjʊəˈrʌlənt ˌoʊstɪoʊˈkɒndraɪtɪs/
Η "purulent osteochondritis" αναφέρεται σε μια κατάσταση φλεγμονής του οστού και του χόνδρου που περιλαμβάνει την παρουσία πύου, συνήθως ως αποτέλεσμα μιας βακτηριακής λοίμωξης. Αυτή η κατάσταση μπορεί να προκαλέσει σοβαρό πόνο, πρήξιμο και περιορισμένη κινητικότητα στην επηρεαζόμενη περιοχή.
Η συχνότητα χρήσης της φράσης είναι από χαμηλή έως μέτρια, και χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε ιατρικά και επιστημονικά κείμενα.
Ο ασθενής διαγνώστηκε με πυώδη οστεοχονδροπίτιδα μετά από εμφάνιση σοβαρών συμπτωμάτων μόλυνσης.
Treatment for purulent osteochondritis often requires antibiotic therapy and sometimes surgery.
Η θεραπεία για πυώδη οστεοχονδροπίτιδα απαιτεί συχνά αντιβιοτική αγωγή και ενίοτε χειρουργική επέμβαση.
Early diagnosis of purulent osteochondritis is critical for preventing serious complications.
Η συγκεκριμένη φράση δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς σχετίζεται με μια πολύ εξειδικευμένη ιατρική κατάσταση. Ωστόσο, σε ιατρικές συζητήσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες εκφράσεις:
Η περίπτωση της πυώδους οστεοχονδροπίτιδας ήταν υπενθύμιση του πόσο γρήγορα μπορούν να κλιμακωθούν οι λοιμώξεις.
Understanding purulent osteochondritis helps healthcare providers in managing complex infections.
Συνώνυμα: - Pyogenic osteochondritis - Infectious osteochondritis
Αντώνυμα: - Non-purulent osteochondritis (μη πυώδης οστεοχονδροπίτιδα) - Osteochondritis (γενικά χωρίς αναφορά σε πυώδη λοίμωξη)