Ρήμα
/pərˈveɪ/
Η λέξη "purvey" αναφέρεται στην πράξη της προμήθειας ή παροχής προϊόντων, υπηρεσιών ή πληροφοριών. Χρησιμοποιείται συχνά σε εμπορικά συμφραζόμενα, αλλά μπορεί επίσης να αναφέρεται και στην προετοιμασία ή την παροχή πληροφοριών ή εννοιών.
Η συχνότητα χρήσης αυτής της λέξης είναι μεγαλύτερη στο γραπτό κείμενο, ειδικά σε επίσημα ή αναφορικά κείμενα. Χρησιμοποιείται λιγότερο στον προφορικό λόγο, όπου μάλλον προτιμώνται πιο απλές μορφές, όπως "provide".
Η εταιρεία θα προμηθεύσει ποιοτικά προϊόντα στους πελάτες της.
They purvey information about the local community.
Παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την τοπική κοινότητα.
It is important to purvey accurate data in research.
Η λέξη "purvey" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε συνδυασμούς ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο με κάποιες προσαρμογές μπορούμε να δημιουργήσουμε περιβάλλοντα όπου η έννοια της προμήθειας ή της παροχής είναι προφανής.
Προμήθευε την αλήθεια - Να παρέχεις ή να παραδίδεις την αλήθεια.
Purvey knowledge - To offer knowledge to others.
Προμήθευε γνώση - Να προσφέρεις γνώση σε άλλους.
Purvey delight - To provide joy or happiness.
Προμήθευε ευχαρίστηση - Να παρέχεις χαρά ή ευτυχία.
Purvey choice - To offer a variety of options.
Προμήθευε επιλογές - Να παρέχεις μια ποικιλία επιλογών.
Purvey service - To provide a specific type of service.
Η λέξη "purvey" προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική λέξη "purveien," που σημαίνει "να εφοδιάζω ή να προμηθεύω." Είναι ίσως συνδεδεμένη με τη γαλλική λέξη "pourvoir", που έχει την ίδια σημασία.
Συνώνυμα: - provide - supply - furnish
Αντώνυμα: - withhold - deprive - take away