Το "push out" είναι φράση που λειτουργεί ως ρήμα.
/pʊʃ aʊt/
Η φράση "push out" χρησιμοποιείται στα Αγγλικά για να δηλώσει την πράξη του σπρώξιμου έξω, είτε φυσικά (όπως η απομάκρυνση κάποιου ή κάποιου πράγματος) είτε μεταφορικά (όπως η απομάκρυνση κάποιου από μια θέση ή κατάσταση). Συνήθως χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτά κείμενα.
"Πρέπει να σπρώξουμε έξω τα παλιά έπιπλα πριν φτάσουν τα καινούρια."
"The company decided to push out the update by next week."
"Η εταιρεία αποφάσισε να εκδώσει την ενημέρωση μέχρι την επόμενη εβδομάδα."
"He felt the need to push out negative thoughts."
Η φράση "push out" χρησιμοποιείται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Η νεοσύστατη επιχείρηση αποφάσισε να ρισκάρει με την τελευταία τους κυκλοφορία προϊόντος."
"Push out the competition" (Να εξοβελίσεις τον ανταγωνισμό)
"Η επιθετική στρατηγική μάρκετινγκ τους στοχεύει να εξοβελίσει τον ανταγωνισμό."
"Push someone out of their comfort zone" (Να βγάλεις κάποιον από τη ζώνη άνεσής του)
Η φράση "push out" προέρχεται από το ρήμα "push" που σημαίνει "σπρώχνω" και τον ορισμό "out," που προσαρμόζεται για να δείξει την κατεύθυνση της σωματικής ή μεταφορικής δράσης.
Συνώνυμα: - oust - expel - eliminate
Αντώνυμα: - pull in - attract - welcome