Ρήμα: Το "push" είναι ρήμα, που σημαίνει "σπρώχνω". Το "up" μπορεί να θεωρηθεί ως επίρρημα που προσδιορίζει την κατεύθυνση που δίνεται στην ενέργεια του ρήματος (σπρώχνω προς τα πάνω).
Ρήμα (push):
Ουσιαστικό: Στην χυμένη του μορφή, το "push-up" αναφέρεται τόσο στην άσκηση όσο και σε άλλες ενέργειες που συνδέονται με την ανύψωση ή την πίεση, όπως "to do push-ups".
Η φράση "push up" χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της άσκησης ή της φυσικής κατάστασης, για να περιγράψει μια σωματική άσκηση ή κίνηση όπου το σώμα ανυψώνεται και χαμηλώνει με στήριξη στα χέρια και τα πόδια (αντί για τα γόνατα).
Η φράση "push up" είναι αρκετά διαδεδομένη σε περιβάλλοντα σχετιζόμενα με τη φυσική κατάσταση και την εκγύμναση. Χρησιμοποιείται συχνά σε γυμναστήρια, προγράμματα φυσικής αγωγής και σε γενικές συζητήσεις σχετικά με τις ασκήσεις.
Η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε τόσο προφορική όσο και γραπτή ομιλία, αν και είναι πιο συχνή στα γραπτά σχετικά με θέματα άθλησης και υγείας.
Η λέξη "push" προέρχεται από την παλιά αγγλική λέξη "pyssian," που σημαίνει "σπρώχνω", και επιπλέον "up" είναι ένα από τα πιο κοινά επίρρηματα στην αγγλική γλώσσα και χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την κατεύθυνση προς τα πάνω. Η σύνθετη φράση "push up" επινοήθηκε πιθανόν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, καθώς η άσκηση κέρδιζε δημοτικότητα.