Ο συνδυασμός "push-button control" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/pʊʃˈbʌtən kənˈtroʊl/
Ο όρος "push-button control" αναφέρεται σε ένα είδος ελέγχου που ενεργοποιείται με την πίεση ενός κουμπιού. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ηλεκτρονικές συσκευές και μηχανές όπου η λειτουργία μπορεί να ξεκινήσει ή να σταματήσει μέσω του πατήματος ενός κουμπιού. Ο όρος είναι συχνά πιο κοινός σε γραπτό λόγο (τεχνολογικά έγγραφα, οδηγίες χρήσης) παρά στον προφορικό. Οι συχνότητές χρήσης είναι συμβατές με τεχνικά συμφραζόμενα.
Η νέα μηχανή διαθέτει έλεγχο με κουμπί για εύκολη λειτουργία.
Most modern appliances have a push-button control to simplify user interaction.
Ο όρος "push-button" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται στην ευκολία ή στην απλότητα της εκτέλεσης εργασιών.
Είναι τόσο απλό όσο το να πατήσεις ένα κουμπί.
They designed the system for push-button access.
Σχεδίασαν το σύστημα για πρόσβαση με το πάτημα ενός κουμπιού.
He prefers push-button solutions over complex alternatives.
Η λέξη "push" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα και χρησιμοποιείται από τον 14ο αιώνα, και η λέξη "button" από το γαλλικό "bouton," που σημαίνει "μπούλμαν" ή "κουμπί". Ο όρος "control" προέρχεται από το λατινικό "contrarotulare."
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν ένα πλήρες πλαίσιο για την κατανόηση του όρου “push-button control” στην αγγλική γλώσσα.