Ο όρος "push-pass" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "push-pass" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /pʊʃ pɑːs/.
Ο όρος "push-pass" χρησιμοποιείται συνήθως σε αθλητικά συμφραζόμενα, κυρίως στο ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ, και αναφέρεται σε μια τεχνική όπου ο παίκτης σπρώχνει την μπάλα ή το αντικείμενο (π.χ., τη μπάλα) προς έναν συμπαίκτη του με μια πάσα. Αυτή η τεχνική μπορεί να περιλαμβάνει στοιχειώδη δύναμη και ακρίβεια στην αποστολή της μπάλας.
Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι μεγαλύτερη σε γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε αθλητικά άρθρα ή αναλύσεις παιχνιδιών, αν και μπορεί να ακουστεί και στον προφορικό λόγο κατά τη διάρκεια συζητήσεων μεταξύ φιλάθλων ή παικτών.
Ο προπονητής δίδαξε στην ομάδα πώς να εκτελεί μια προώθηση-πάσα αποτελεσματικά.
During the game, the push-pass led to a fantastic goal.
Κατά τη διάρκεια του αγώνα, η προώθηση-πάσα οδήγησε σε ένα φανταστικό γκολ.
A quick push-pass can change the dynamics of the match.
Η φράση "push-pass" δεν έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιείται σε συναφή συμφραζόμενα. Ακολουθούν μερικές σχετικές ιδιωματικές εκφράσεις:
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος επιχειρεί να επεκτείνει τις δυνατότητες του παιχνιδιού με μια τολμηρή πάσα.
"Make a push-pass to the open player"
Χρησιμοποιείται κατά την ανάλυση στρατηγικών στο παιχνίδι.
"A well-timed push-pass can set up a counterattack"
Η λέξη "push" προέρχεται από την παλαιότερη αγγλική "pushen" που σημαίνει να σπρώχνω, και η λέξη "pass" προέρχεται από τη λατινική ρήμα "passare," που σημαίνει να περνάω ή να μεταφέρω.
Συνώνυμα: - αφήνω (pass) - μεταφέρω (transfer)
Αντώνυμα: - κρατώ (hold) - αναστέλλω (halt)