Pushball είναι ουσιαστικό.
[ˈpʊʃbɔːl]
Pushball αναφέρεται σε ένα παιχνίδι που παίζεται με μια μεγάλη μπάλα, η οποία είναι σχεδιασμένη ώστε να ωθείται από τους παίκτες με τα χέρια. Συνήθως παίζεται σε ομάδες και ο στόχος είναι να οδηγήσουν τη μπάλα στο τέρμα του αντιπάλου.
Η λέξη "pushball" είναι σχετικά σπάνια και δεν χρησιμοποιείται συχνά. Βρίσκεται περισσότερο σε ειδικές αναφορές σε αθλήματα ή σε εκπαιδευτικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι μεγαλύτερη στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
The children had a great time playing pushball at the school picnic.
(Τα παιδιά διασκέδασαν πολύ παίζοντας pushball στην εκδρομή του σχολείου.)
During the sports festival, teams competed in a thrilling game of pushball.
(Κατά τη διάρκεια του αθλητικού φεστιβάλ, οι ομάδες διαγωνίστηκαν σε ένα συναρπαστικό παιχνίδι pushball.)
Η λέξη pushball δεν είναι ευρέως διαδεδομένη για ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά το περιβάλλον του παιχνιδιού μπορεί να παραχθεί με την έννοια της συνεργασίας ή της ανταγωνιστικότητας. Ωστόσο, εδώ είναι κάποιες σχετικές φράσεις:
It was a pushball kind of day, where teamwork was essential.
(Ήταν μια μέρα τύπου pushball, όπου η συνεργασία ήταν καθοριστική.)
They pushed their limits in the pushball match.
(Πίεσαν τα όριά τους στον αγώνα pushball.)
At the picnic, everyone joined in for a pushball showdown.
(Στην εκδρομή, όλοι συμμετείχαν σε μια αναμέτρηση pushball.)
Η λέξη pushball είναι σύνθετη και προέρχεται από την αγγλική λέξη "push" (ωθώ) και "ball" (μπάλα), υποδεικνύοντας έτσι το κύριο χαρακτηριστικό του παιχνιδιού, το οποίο είναι η ωθήση της μπάλας.
Team sport
Αντώνυμα: