Η φράση "put into action" είναι ρήμα και συνδυάζεται με μια πρόθεση.
/ pʊt ˈɪntu ˈækʃən /
Η φράση "put into action" σημαίνει να κάνεις κάτι πραγματικότητα ή να εφαρμόσεις σχέδια ή ιδέες. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των επιχειρήσεων και των κατευθυντήριων γραμμών, καθώς και σε προσωπικά και κοινωνικά συμφραζόμενα. Συχνά εμφανίζεται στο γραπτό πλαίσιο, αλλά έχει και σημαντική χρήση στον προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της μπορεί να είναι μέτρια σε όλες τις μορφές επικοινωνίας.
Πρέπει να βάλουμε σε εφαρμογή τα σχέδιά μας για το νέο έργο.
The committee decided to put into action the new safety protocols.
Η επιτροπή αποφάσισε να εφαρμόσει τα νέα πρωτόκολλα ασφαλείας.
After much deliberation, they were finally ready to put their ideas into action.
Η φράση "put into action" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και συμφραζόμενα. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Το να βάζεις τα σχέδια σε εφαρμογή είναι απαραίτητο για την επιτυχία.
Once the budget is approved, we can put our strategy into action.
Μόλις εγκριθεί ο προϋπολογισμός, μπορούμε να εφαρμόσουμε τη στρατηγική μας.
It's time to stop talking and put these ideas into action.
Ήρθε η ώρα να σταματήσουμε να μιλάμε και να βάλουμε αυτές τις ιδέες σε εφαρμογή.
The team is eager to put their training into action during the competition.
Η ομάδα ανυπομονεί να εφαρμόσει τη εκπαίδευσή τους κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού.
Innovators often struggle to put their concepts into action.
Οι καινοτόμοι συχνά αγωνίζονται να εφαρμόσουν τις ιδέες τους.
To put into action the lessons learned from this experience can lead to better outcomes.
Η φράση "put into action" προέρχεται από τη συνδυασμένη χρήση του ρήματος "put" (βάζω) και του ουσιαστικού "action" (δράση). Η χρήση του "put" σε συνδυασμό με άλλες λέξεις συνηθίζεται στην αγγλική γλώσσα για να περιγράψει τη διαδικασία μεταφοράς από το θεωρητικό στο πρακτικό.
Συνώνυμα: - Execute (εκτελώ) - Implement (υλοποιώ) - Activate (ενεργοποιώ)
Αντώνυμα: - Abandon (παραιτούμαι) - Neglect (παραμελώ) - Postpone (αναβάλλω)