Το "put off" είναι ένα phrasal verb.
['pʊt ɔf]
Το "put off" χρησιμοποιείται κυρίως για να σημαίνει την αναβολή μιας δραστηριότητας ή ενέργειας σε μεταγενέστερη ημερομηνία, ή να αποθαρρύνει κάποιον από το να κάνει κάτι. Στη γλώσσα των Αγγλοφώνων, η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συχνή στον προφορικό, λόγω της φιλικότητας και της καθημερινής του χρήσης.
I decided to put off the meeting until next week.
(Αποφάσισα να αναβάλλω την συνάντηση μέχρι την επόμενη εβδομάδα.)
He was put off by her rude comments.
(Αποθαρρύθηκε από τα αγενή σχόλια της.)
We should put off our trip until the weather improves.
(Θα πρέπει να αναβάλλουμε το ταξίδι μας μέχρι να βελτιωθεί ο καιρός.)
Το "put off" appears in several idiomatic expressions, reflecting various contexts and meanings in daily conversation.
Don't put off until tomorrow what you can do today.
(Μην αναβάλλεις για αύριο ό,τι μπορείς να κάνεις σήμερα.)
If you keep putting me off, I'll lose interest.
(Αν συνεχώς με αποθαρρύνεις, θα χάσω το ενδιαφέρον μου.)
She has a tendency to put off difficult conversations.
(Έχει την τάση να αναβάλλει δύσκολες συζητήσεις.)
He really put me off when he started complaining.
(Με απογοήτευσε πραγματικά όταν άρχισε να παραπονιέται.)
I've been putting off my dentist appointment for months.
(Αναβάλω το ραντεβού μου με τον οδοντίατρο εδώ και μήνες.)
Don't let the bad weather put you off going out.
(Μην αφήσεις τον κακό καιρό να σε αποθαρρύνει από το να βγεις έξω.)
The movie was so boring that I was put off watching it.
(Η ταινία ήταν τόσο βαρετή που απογοητεύτηκα να την παρακολουθήσω.)
She got put off cooking when she burned her dinner.
(Απογοητεύτηκε από την μαγειρική όταν έκαψε το δείπνο της.)
Η προέλευση του "put off" προέρχεται από την έννοια του "να μεταθέσεις κάτι" ή "να το βάλεις μακριά". Το "put" σημαίνει "βάζω", και το "off" υποδηλώνει την απομάκρυνση ή την αναβολή.
Συνώνυμα: - postpone (αναβάλλω) - delay (καθυστερώ) - defer (αναβάλλω)
Αντώνυμα: - advance (προχωρώ) - expedite (ταχύνω) - hasten (σπεύδω)