Rηματική, επίθετο.
/pjuːtəˈfeɪʃənt/
Η λέξη "putrefacient" αναφέρεται σε κάτι που προκαλεί ή συμβάλλει στην αποσύνθεση, συνήθως υπονοώντας ότι σχετίζεται με τη διαδικασία της αποσύνθεσης οργανικών υλών. Χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά ή ιατρικά συμφραζόμενα για να περιγράψει ουσίες που είναι υπεύθυνες για την αποσύνθεση του σώματος ή άλλων οργανικών υλικών. Η συχνότητα της χρήσης είναι κυρίως σε γραπτό πλαίσιο και λιγότερο στον προφορικό λόγο.
The scientist studied the putrefacient properties of certain bacteria.
Ο επιστήμονας μελέτησε τις σάπιες ιδιότητες ορισμένων βακτηρίων.
Organic waste can become putrefacient if left untreated.
Η οργανική απορρίμματα μπορεί να γίνει σάπια αν αφεθεί χωρίς επεξεργασία.
The putrefacient nature of the decaying food was evident by the foul smell.
Η σάπια φύση του σαπισμένου φαγητού φαινόταν από τη δυσοσμία.
Η λέξη "putrefacient" δεν είναι κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε παρακάτω προτάσεις για να δώσει νόημα της σήψης ή της αποσύνθεσης σε πιο ευρύτερα συμφραζόμενα.
The smell of putrefacient matter was overwhelming in the abandoned building.
Η μυρωδιά του σάπιου υλικού ήταν συντριπτική στο εγκαταλειμμένο κτήριο.
Putrefacient substances can pose a significant health risk.
Τα σάπια υπολείμματα μπορεί να απειλούν σοβαρά την υγεία.
Care must be taken when handling putrefacient materials to avoid contamination.
Πρέπει να είστε προσεκτικοί όταν χειρίζεστε σάπια υλικά για να αποφεύγετε τη μόλυνση.
The study of putrefacient agents is crucial in forensic science.
Η μελέτη των σάπιων παραγόντων είναι κρίσιμη στην ιατροδικαστική επιστήμη.
Η λέξη "putrefacient" προέρχεται από τη λατινική λέξη "putrefacere", που σημαίνει "να αποσυντεθεί", και την κατάληξη "-ent", που υποδηλώνει ότι κάτι έχει την ικανότητα να προκαλεί ή να δημιουργεί.
Συνώνυμα:
- Decaying
- Decomposing
- Morbid
Αντώνυμα:
- Preservative
- Fresh
- Healthy