Puzzolana είναι ουσιαστικό.
/pʌzəˈloʊnə/
Μια κοινή μετάφραση του "puzzolana" στα ελληνικά είναι "πουζολάνα".
Η "puzzolana" αναφέρεται σε ένα φυσικό ή τεχνητό υλικό που περιέχει πυρίτιο και αργίλιο, το οποίο έχει τη δυνατότητα να αντιδράσει με τη σόδα και το νερό για να σχηματίσει τσιμέντο. Χρησιμοποιείται ευρέως στην οικοδομή ως πρόσθετο υλικό για την παρασκευή τσιμέντου και σκυροδέματος.
Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συνήθως σε τεχνικά, κατασκευαστικά και υλικά πλαίσια, κυρίως σε γραπτές αναφορές και εξειδικευμένα κείμενα.
Η κατασκευαστική εταιρεία χρησιμοποίησε πουζολάνα για να βελτιώσει την αντοχή του σκυροδέματος.
Puzzolana is often mixed with ordinary Portland cement to enhance its properties.
Η λέξη "puzzolana" δεν είναι συνήθως μέρος κοινών ιδιωματικών εκφράσεων στην αγγλική γλώσσα, καθώς είναι πιο τεχνικός όρος. Ωστόσο, η χρήση της μπορεί να επεκταθεί σε σχέσεις με την οικοδομή:
Η ανθεκτικότητα των κατασκευών αποδίδεται συχνά στη χρήση πουζολάνας.
Many engineers advocate for the incorporation of puzzolana in eco-friendly construction.
Πολλοί μηχανικοί υποστηρίζουν την ενσωμάτωση πουζολάνας στην οικοδομή φιλική προς το περιβάλλον.
Puzzolana has become a popular choice for sustainable materials in the construction industry.
Η λέξη "puzzolana" προέρχεται από το ιταλικό "pozzolana", το οποίο αναφέρεται σε ένα είδος ηφαιστειακής τέφρας που βρέθηκε κοντά στη Νάπολη, Ιταλία. Η χρήση του υλικού στην οικοδομή έχει ιστορία πολλών αιώνων.
Συνώνυμα: - Βεζουβιανή τέφρα (Vesuvian ash) - Ηφαιστειακή τέφρα (Volcanic ash)
Αντώνυμα: - Κανονικό τσιμέντο (Ordinary cement) - Άργιλος (Clay)