Υπο名詞 (Noun)
/pɪˈlɔːrɪk ˈɔrɪfɪs/
Ο όρος "pyloric orifice" αναφέρεται στην είσοδο του πυλωρού, την περιοχή που ενώνει το στομάχι με το δωδεκαδάκτυλο (την αρχή του λεπτού εντέρου). Είναι ένα σημαντικό ανατομικό σημείο που ρυθμίζει τη διέλευση τροφής από το στομάχι στο έντερο. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και ανατομικά πλαίσια.
Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι μεγαλύτερη σε γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε ιατρικές, βιολογικές και ανατομικές περιγραφές. Δεν είναι συχνά χρησιμοποιούμενος σε προφορικό λόγο από μη ειδικούς.
Ο πυλωρικός στόμιος ελέγχει τη διέλευση της τροφής από το στομάχι στο δωδεκαδάκτυλο.
An obstruction at the pyloric orifice can lead to significant digestive issues.
Μια απόφραξη στον πυλωρικό στόμιο μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά πεπτικά προβλήματα.
In certain surgeries, the pyloric orifice may need to be modified for better gastric drainage.
Ο όρος "pyloric orifice" δεν είναι κοινός σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κλινικές εκφράσεις ή περιγραφές:
Ο γιατρός εξέτασε τον πυλωρικό στόμιο για να αποκλείσει τυχόν αποκλεισμούς.
Improper function of the pyloric orifice can lead to gastric reflux.
Η ακατάλληλη λειτουργία του πυλωρικού στόμιου μπορεί να οδηγήσει σε γαστρική παλινδρόμηση.
Understanding the anatomy of the pyloric orifice is crucial for surgical procedures involving the stomach.
Ο όρος "pyloric" προέρχεται από το ελληνικό "pyloros", που σημαίνει "φύλακας" (από "pylae" - πύλες) και "orifice" από το λατινικό "oris" που σημαίνει "στόμα". Συνεπώς, "pyloric orifice" σημαίνει "στόμα του φύλακα" σε αναφορά στον έλεγχο της διέλευσης τροφής.
Συνώνυμα: - Pyloric sphincter (μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις που αναφέρεται στο λειτουργικό μέρος του στόμιου)
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν προφανή αντώνυμα, καθώς ο όρος αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο ανατομικό χαρακτηριστικό. Ωστόσο, μπορούμε να σκεφτούμε τους άλλους σφιγκτήρες του πεπτικού συστήματος ως σχετική αντίθεση, όπως ο "οισοφαγικός σφιγκτήρας".