Η λέξη "pyrheliographic" είναι επίθετο.
/pɪrˌhɛlɪəˈɡræfɪk/
Η λέξη "pyrheliographic" αναφέρεται σε διαδικασίες ή τεχνικές που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της ηλιακής ακτινοβολίας, συνήθως μέσω ειδικών εργαλείων ή οργάνων. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της μετεωρολογίας και της φωτοβολταϊκής επιστήμης. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά χαμηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά πλαίσια, όπως επιστημονικά άρθρα και ερευνητικές μελέτες.
Οι μετρήσεις πυρμετρογραφίας υποδήλωναν μεγαλύτερη ηλιακή ακτινοβολία για αυτόν τον μήνα.
Researchers rely on pyrheliographic data to study climate change impacts.
Οι ερευνητές βασίζονται στα δεδομένα πυρμετρογραφίας για να μελετήσουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
The pyrheliographic observations were crucial for solar panel efficiency assessments.
Η λέξη "pyrheliographic" δεν είναι ευρέως γνωστή για τη χρήση της σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε επιστημονικά ή τεχνικά πλαίσια που έχουν σχέση με τη μέτρηση του ηλιακού φωτός. Μερικές προτάσεις που όλες περιγράφουν τη χρήση της λέξης περιλαμβάνουν:
Η ομάδα διεξήγαγε πυρμετρογραφικές έρευνες για να εξασφαλίσει την καλύτερη τοποθέτηση των ηλιακών συλλεκτών.
In order to improve solar energy efficiency, pyrheliographic data must be analyzed regularly.
Για να βελτιωθεί η αποδοτικότητα της ηλιακής ενέργειας, τα δεδομένα πυρμετρογραφίας πρέπει να αναλύονται τακτικά.
The pyrheliographic charts revealed patterns in the solar radiation over the years.
Η λέξη "pyrheliographic" προέρχεται από την ελληνική λέξη "πύρ" (πυρ = φωτιά/ηλιακή ακτινοβολία) και "ηλιακός" (helios = ήλιος), με το επίθημα "-γραφικός" που δηλώνει την καταγραφή ή μέτρηση.
Συνώνυμα: - ηλιακή ακτινομετρία - ηλιογραφία
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα, καθώς η έννοια της μέτρησης της ηλιακής ακτινοβολίας είναι εξειδικευμένη.