pyrophyte: ουσιαστικό
/ˈpaɪrəfaɪt/
Ο όρος pyrophyte αναφέρεται σε φυτά που είναι ανθεκτικά στη φωτιά ή που το επιτρέπουν να ανθίσουν ή να αναπτυχθούν σε περιβάλλοντα όπου οι πυρκαγιές είναι κοινές. Αυτά τα φυτά έχουν εξελιχθεί για να διαχειρίζονται τις επιπτώσεις των πυρκαγιών και ορισμένα μπορεί να χρειάζονται φωτιά για να αναπαραχθούν ή να μεγαλώσουν. Χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο της βοτανικής και οικολογίας. Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι μάλλον περιορισμένη και συναντάται περισσότερο σε γραπτό λόγο, κυρίως σε επιστημονικά κείμενα.
Η κοινότητα των πυροφύτων ευδοκιμεί σε περιοχές που βιώνουν τακτικές δασικές πυρκαγιές.
Some pyrophyte species have adapted to release their seeds only after a fire.
Ορισμένα είδη πυροφύτων έχουν προσαρμοστεί να απελευθερώνουν τους σπόρους τους μόνο μετά από μια πυρκαγιά.
Researchers study pyrophytes to understand how ecosystems recover post-fire.
Ο όρος pyrophyte δεν είναι πολύ κοινός σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σε αναφορές σχετικά με φυτά, μπορούν να χρησιμοποιηθούν κάποιες σχετικές φράσεις:
Οι προσαρμογές των πυροφύτων είναι απόδειξη της ανθεκτικότητας της φύσης.
"In pyrophyte areas, biodiversity can increase significantly after fires."
Σε περιοχές με πυρόφυτα, η βιοποικιλότητα μπορεί να αυξηθεί σημαντικά μετά από πυρκαγιές.
"Understanding pyrophyte dynamics can help in wildfire management."
Ο όρος "pyrophyte" προέρχεται από την ελληνική λέξη "πυρός" (πυρ) σημαίνει φωτιά και "φυτόν" (φυτό) που σημαίνει φυτό. Συνδυάζοντας αυτή την προέλευση, το "pyrophyte" αναφέρεται στα φυτά που έχουν σχέση με τη φωτιά.
Συνώνυμα: - fire-adapted plant - fire-resistant plant
Αντώνυμα: - non-pyrophyte (μη πυροφύτο) - fire-sensitive species (είδη ευαίσθητα στη φωτιά)