Επίθετο
/ˌkwɒdrɪˈveɪlənt/
Η λέξη "quadrivalent" χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και ιατρικά συμφραζόμενα. Αναφέρεται σε κάτι που έχει τέσσερις αξίες ή τέσσερις πρότυπες ομάδες. Συχνά χρησιμοποιείται στην περιγραφή εμβολίων που προορίζονται να προστατεύσουν από τέσσερις διαφορετικούς τύπους ιών ή στη χημεία για να περιγράψει μια ένωση που μπορεί να σχηματίσει τέσσερις δεσμούς.
Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή σε γραπτά συμφραζόμενα, καθώς ανήκει σε τεχνικούς ή επιστημονικούς τομείς.
Το τετραδύναμο εμβόλιο προστατεύει από τέσσερις τύπους του ιού.
In chemistry, a quadrivalent ion can form four chemical bonds.
Στη χημεία, ένα τετραδύναμο ιόν μπορεί να σχηματίσει τέσσερις χημικούς δεσμούς.
Researchers have developed a quadrivalent treatment for specific cancers.
Η λέξη "quadrivalent" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποια επιστημονικά πλαίσια στα οποία μπορεί να αναφέρεται. Ακολουθούν παραδείγματα:
Η τετραδύναμη προσέγγιση στην έρευνα εξασφαλίζει μια πλήρη ανάλυση.
When dealing with quadrivalent data, it is crucial to consider all variables.
Όταν ασχολούμαστε με τετραδύναμα δεδομένα, είναι κρίσιμο να λάβουμε υπόψη όλες τις μεταβλητές.
The novelty of the quadrivalent design in the study enables new findings.
Η λέξη "quadrivalent" προέρχεται από το συνδυασμό του προθέματος "quadri-", που σημαίνει "τέσσερις", και "valent", που αναφέρεται στη δυνατότητα ή τη ικανότητα σχηματισμού δεσμών.
Συνώνυμα: - τετραδύναμος - τετρασυνδετικός (σε χημικά συμφραζόμενα)
Αντώνυμα: - διδύναμος (bivalent) - μονοδύναμος (monovalent)