Η φράση "qualified craftsmen" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/fəˈlɪfaɪd ˈkræftsmən/
Η φράση "qualified craftsmen" αναφέρεται σε άτομα που έχουν τις απαιτούμενες δεξιότητες και την εκπαίδευση για να εργάζονται σε οποιονδήποτε τομέα της χειροτεχνίας, συνήθως σε τομείς όπως η κατασκευή, η ξυλουργική ή η επαγγελματική τέχνη. Οι qualified craftsmen είναι συχνά κατάλληλοι για σύνθετες εργασίες και αξιολογούνται για την εμπειρία και την πιστοποίηση τους. Η φράση χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο σχετικά με τη βιομηχανία και τη χειροτεχνία, με σχετική συχνότητα.
Qualified craftsmen are essential for high-quality construction projects.
Οι πιστοποιημένοι τεχνίτες είναι απαραίτητοι για έργα κατασκευής υψηλής ποιότητας.
Many companies prefer to hire qualified craftsmen to ensure the best results.
Πολλές εταιρείες προτιμούν να προσλαμβάνουν πιστοποιημένους τεχνίτες για να εξασφαλίσουν τα καλύτερα αποτελέσματα.
Finding qualified craftsmen can be challenging in today's job market.
Η εύρεση πιστοποιημένων τεχνιτών μπορεί να είναι δύσκολη στην σημερινή αγορά εργασίας.
"To be a qualified craftsman takes years of dedication and hard work."
"Για να γίνεις πιστοποιημένος τεχνίτης χρειάζονται χρόνια αφοσίωσης και σκληρής εργασίας."
"The project was completed by a team of qualified craftsmen, ensuring excellence."
"Το έργο ολοκληρώθηκε από μια ομάδα πιστοποιημένων τεχνιτών, διασφαλίζοντας την αριστεία."
"She learned the trade from qualified craftsmen who shared their skills."
"Έμαθε το επάγγελμα από πιστοποιημένους τεχνίτες που μοιράστηκαν τις δεξιότητές τους."
"Being a qualified craftsman opens many doors in the professional world."
"Το να είσαι πιστοποιημένος τεχνίτης ανοίγει πολλές πόρτες στον επαγγελματικό κόσμο."
"Qualified craftsmen are often sought after for their expertise."
"Οι πιστοποιημένοι τεχνίτες συχνά αναζητούνται για την εμπειρία τους."
"The festival showcased the work of qualified craftsmen from various countries."
"Το φεστιβάλ παρουσίασε το έργο πιστοποιημένων τεχνιτών από διάφορες χώρες."
Η λέξη "qualified" προέρχεται από τη λατινική λέξη "qualificare", ενώ "craftsman" προέρχεται από την παλιά αγγλική λέξη "craftsman", με "craft" να σημαίνει τέχνη ή δεξιοτεχνία και "man" να αναφέρεται σε άτομο.
Συνώνυμα: - Skilled workers (καταρτισμένοι εργάτες) - Expert artisans (ειδικοί τεχνίτες)
Αντώνυμα: - Unqualified workers (μη πιστοποιημένοι εργάτες) - Inexperienced craftsmen (άπειροι τεχνίτες)