Quinolizine είναι ουσιαστικό.
/kwɪnəˈlɪziːn/
Η quinolizine είναι μια χημική ένωση που ανήκει στην οικογένεια των αλκαλοειδών και χρησιμοποιείται κυρίως στη φαρμακολογία για τις αντιμηλιγγητικές και αγχολυτικές της ιδιότητες. Συνήθως εμφανίζεται σε μελέτες κατά των ασθενειών του κεντρικού νευρικού συστήματος. Στη γλώσσα των επιστημών, η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτά πλαίσια, όπως σε ερευνητικά άρθρα και χημικές αναλύσεις, παρά σε προφορικές συζητήσεις.
Οι φαρμακολογικές ιδιότητες της κινωλίνης έχουν μελετηθεί εκτενώς.
Researchers are investigating the effects of quinolizine on anxiety disorders.
Η λέξη "quinolizine" δεν αποτελεί συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στην καθημερινή αγγλική γλώσσα λόγω της τεχνικής της φύσης και περιορισμένης χρήσης. Ωστόσο, μπορεί να σχηματιστούν αναφορές και στους επιστημονικούς τομείς.
"Η ομάδα έρευνας είναι βαθειά στην ανάλυση παραγώγων της κινωλίνης."
"There is a growing interest in the synthesis of new quinolizine compounds."
"Υπάρχει αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη σύνθεση νέων ενώσεων κινωλίνης."
"Innovative formulations of quinolizine are being developed for medicinal use."
Η λέξη quinolizine προέρχεται από το "quinoline" (κινόλη) και την προσθήκη του κεντρικού μορίου "-zine" που χρησιμοποιείται συνήθως για να δηλώσει χημικές ενώσεις ή φαρμακευτικά προϊόντα.
Συνώνυμα: - Quinolizidine - Quinolines
Αντώνυμα: Η έννοια της "κινωλίνης" συνήθως δεν έχει επακριβή αντίθεση, καθώς αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη χημική ένωση. Ωστόσο, μπορεί να θεωρηθούν ως αντώνυμα άλλες χημικές ενώσεις που δεν ανήκουν στην οικογένεια των αλκαλοειδών.