Ο όρος "running metre" λειτουργεί κυρίως ως ονομαστική φράση.
/rʌnɪŋ ˈmiːtə/
Το "running metre" αναφέρεται σε μία μέθοδο μέτρησης που συνήθως χρησιμοποιείται στην κατασκευή, και ειδικότερα στον τομέα των υφασμάτων και των τεντών, όπου μετράται η συνολική ποσότητα ή μήκος (μέτρο) που απαιτείται. Είναι συνήθως πιο συνηθισμένο σε γραπτά συμφραζόμενα όπως τιμοκαταλόγους ή τεχνικές προδιαγραφές. Χρησιμοποιείται ενεργά σε επαγγελματικούς τομείς που σχετίζονται με το εμπόριο και την κατασκευή.
The contractor provided the price based on the running metre of the fabric.
Ο εργολάβος έδωσε την τιμή με βάση το τρέχον μέτρο του υφάσματος.
We need to measure the running metre of the flooring before we order.
Χρειαζόμαστε να μετρήσουμε το τρέχον μέτρο του πατώματος πριν παραγγείλουμε.
The running metre is important for calculating the total cost of materials.
Το τρέχον μέτρο είναι σημαντικό για τον υπολογισμό του συνολικού κόστους των υλικών.
Ο όρος "running metre" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συσχετιστεί με φράσεις που σχετίζονται με μέτρηση και μέγεθος.
"To measure by the running metre is essential in construction projects."
"Το να μετράς με το τρέχον μέτρο είναι απαραίτητο σε έργα κατασκευής."
"He optimized his materials purchases by calculating the running metre accurately."
"Αυτοί βελτιστοποίησαν τις αγορές υλικών υπολογίζοντας με ακρίβεια το τρέχον μέτρο."
"Understanding the running metre of different materials helps in budgeting effectively."
"Η κατανόηση του τρέχοντος μέτρου διαφόρων υλικών βοηθά στον αποτελεσματικό προϋπολογισμό."
Ο όρος "running metre" προέρχεται από τη σύνθεση της αγγλικής λέξης "running", που σημαίνει "τρέχων" και της λέξης "metre" που σημαίνει "μέτρο". Η προέλευση των δύο λέξεων είναι στα λατινικά και ελληνικά, αντίστοιχα.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα σχετικά με τον όρο "running metre" και τη χρήση του.