Ρήμα
/sæb.ə.taɪz/
"Sabbatize" αναφέρεται στην ενέργεια ή τη διαδικασία της τήρησης του Σαμβατικού νόμου ή των παραδόσεων που σχετίζονται με το Σάββατο, οι οποίες περιλαμβάνουν την ανάπαυση και την αποχή από εργασία ή καθημερινές δραστηριότητες. Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε θρησκευτικό και θεολογικό πλαίσιο και λιγότερο στην καθημερινή ομιλία.
Η χρήση της είναι σχετικά περιορισμένη και για τον λόγο αυτό είναι πιο συχνή σε γραπτό περιβάλλον παρά στον προφορικό λόγο.
They decided to sabbatize during the holy days.
Αποφάσισαν να σαββατίσουν κατά τις ιερές ημέρες.
It's important for them to sabbatize each week for spiritual renewal.
Είναι σημαντικό γι' αυτούς να σαββατίζουν κάθε εβδομάδα για πνευματική ανανέωση.
Many families choose to sabbatize by refraining from work.
Πολλές οικογένειες επιλέγουν να σαββατίζουν αποφεύγοντας την εργασία.
Η λέξη "sabbatize" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να αναγνωριστεί σε θρησκευτικά ή πολιτιστικά συμφραζόμενα. Ωστόσο, εδώ είναι μερικές σχετικές προτάσεις που δείχνουν τον τρόπο χρήσης της σε κοντινά συμφραζόμενα:
To sabbatize like the ancients did is essential for cultural identity.
Να σαββατίσει κανείς όπως έκαναν οι αρχαίοι είναι ουσιαστικό για την πολιτιστική ταυτότητα.
Many Jewish traditions encourage families to sabbatize together.
Πολλές εβραϊκές παραδόσεις ενθαρρύνουν τις οικογένειες να σαββατίζουν μαζί.
Sabbatizing can lead to profound spiritual insights.
Η σαββατίζωση μπορεί να οδηγήσει σε βαθιές πνευματικές ανακαλύψεις.
During the holiday, they sabbatized to honor their ancestors.
Κατά τη διάρκεια των εορτών, σαββάτισαν για να τιμήσουν τους προγόνους τους.
Η λέξη "sabbatize" προέρχεται από την αγγλική λέξη "Sabbath", η οποία με τη σειρά της προέρχεται από το εβραϊκό "שַׁבָּת" (Shabbat), το οποίο σημαίνει "να αναπαύεσαι". Το ρήμα δημιουργήθηκε για να περιγράψει τη διαδικασία ή την πράξη που σχετίζεται με τον Σαμπατισμό.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα της λέξης "sabbatize", των χρήσεών της και των σχετικών θεμάτων που την περιβάλλουν.