Adjective (επίθετο)
/sæk.ləs/
Η λέξη "sackless" αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που δεν διαθέτει σακίδιο ή τσάντα. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση έλλειψης αποθηκευτικού χώρου ή φορητής ικανότητας, ειδικά σε πλαίσια που περιλαμβάνουν μεταφορές.
Η λέξη "sackless" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη και μπορεί να θεωρηθεί ως εξειδικευμένος όρος. Εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτά κείμενα παρά σε προφορικό λόγο. Η συχνότητά της είναι χαμηλή.
"Μετά την πεζοπορία, συνειδητοποίησα ότι ήμουν χωρίς σακίδιο και δεν είχα που να αποθηκεύσω το μπουφάν μου."
"The explorer was sackless during his journey, relying only on what he could carry in his hands."
Η λέξη "sackless" δεν έχει ευρέως αναγνωρισμένες ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικά συμφραζόμενα που περιγράφουν την έλλειψη ή την απουσία αποθηκευτικού χώρου.
"Το να πηγαίνεις στην αγορά χωρίς σακίδιο είναι λάθος αν σκοπεύεις να αγοράσεις τρόφιμα."
"You can’t expect to carry a heavy load sackless; you need a proper bag."
Η λέξη "sackless" αποτελείται από τη ρίζα "sack" (σακίδιο, τσάντα) και το επίθημα "-less" που δηλώνει έλλειψη. Η λέξη "sack" προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική γλώσσα, που σημαίνει σακί ή τσάντα.
Συνώνυμα: - bagless (χωρίς τσάντα) - containerless (χωρίς δοχείο)
Αντώνυμα: - bagged (με σακίδιο) - packed (γεμάτο, φορτωμένο)