sackless - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

sackless (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Adjective (επίθετο)

Φωνητική μεταγραφή

/sæk.ləs/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "sackless" αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που δεν διαθέτει σακίδιο ή τσάντα. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση έλλειψης αποθηκευτικού χώρου ή φορητής ικανότητας, ειδικά σε πλαίσια που περιλαμβάνουν μεταφορές.

Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά

Η λέξη "sackless" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη και μπορεί να θεωρηθεί ως εξειδικευμένος όρος. Εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτά κείμενα παρά σε προφορικό λόγο. Η συχνότητά της είναι χαμηλή.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "After the hike, I realized I was sackless and had no place to store my jacket."
  2. "Μετά την πεζοπορία, συνειδητοποίησα ότι ήμουν χωρίς σακίδιο και δεν είχα που να αποθηκεύσω το μπουφάν μου."

  3. "The explorer was sackless during his journey, relying only on what he could carry in his hands."

  4. "Ο εξερευνητής ήταν χωρίς σακίδιο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, βασιζόμενος μόνο σε όσα μπορούσε να κουβαλήσει με τα χέρια του."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "sackless" δεν έχει ευρέως αναγνωρισμένες ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικά συμφραζόμενα που περιγράφουν την έλλειψη ή την απουσία αποθηκευτικού χώρου.

Παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων

  1. "Going into the market sackless is a mistake if you plan to buy groceries."
  2. "Το να πηγαίνεις στην αγορά χωρίς σακίδιο είναι λάθος αν σκοπεύεις να αγοράσεις τρόφιμα."

  3. "You can’t expect to carry a heavy load sackless; you need a proper bag."

  4. "Δεν μπορείς να περιμένεις να κουβαλήσεις ένα βαρύ φορτίο χωρίς σακίδιο; Χρειάζεσαι μία κατάλληλη τσάντα."

Ετυμολογία

Η λέξη "sackless" αποτελείται από τη ρίζα "sack" (σακίδιο, τσάντα) και το επίθημα "-less" που δηλώνει έλλειψη. Η λέξη "sack" προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική γλώσσα, που σημαίνει σακί ή τσάντα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - bagless (χωρίς τσάντα) - containerless (χωρίς δοχείο)

Αντώνυμα: - bagged (με σακίδιο) - packed (γεμάτο, φορτωμένο)



25-07-2024