sacred - επίθετο
/sˈeɪkrɪd/
Η λέξη sacred χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι ιερό, σεβαστό ή έχει ειδική πνευματική ή πολιτιστική αξία. Συνήθως αναφέρεται σε τόπους, αντικείμενα ή τελετουργίες που σχετίζονται με τη θρησκεία ή την πνευματικότητα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή στον γραπτό λόγο, ειδικά σε κείμενα που σχετίζονται με τη θρησκεία, τη φιλοσοφία και την τέχνη, αλλά χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο.
Ο ναός θεωρείται ιερός τόπος.
She made a sacred vow to always help others.
Έκανε έναν ιερό όρκο να βοηθά πάντα τους άλλους.
The ancient texts are thought to hold sacred wisdom.
Η λέξη sacred εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
The budget is a sacred cow that no one dares to challenge.
Sacred space - A physical or metaphorical space that is revered or respected.
They created a sacred space for meditation and reflection.
Sacred tradition - A custom or practice that is preserved and passed down through generations.
Many cultures have sacred traditions that define their identity.
Sacred trust - A deep responsibility or obligation that one holds.
Η λέξη sacred προέρχεται από τη Λατινική λέξη sacratum, που σημαίνει "καθιερωμένο" ή "ιερό", και σχετίζεται με το ρήμα sacrare, που σημαίνει "να αφιερώσεις" ή "να ιεροποιήσεις".
Συνώνυμα: - holy - revered - divine
Αντώνυμα: - profane - secular - unholy