sacred - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

sacred (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

sacred - επίθετο

Φωνητική μεταγραφή

/sˈeɪkrɪd/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη sacred χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι ιερό, σεβαστό ή έχει ειδική πνευματική ή πολιτιστική αξία. Συνήθως αναφέρεται σε τόπους, αντικείμενα ή τελετουργίες που σχετίζονται με τη θρησκεία ή την πνευματικότητα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή στον γραπτό λόγο, ειδικά σε κείμενα που σχετίζονται με τη θρησκεία, τη φιλοσοφία και την τέχνη, αλλά χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The temple is considered a sacred site.
  2. Ο ναός θεωρείται ιερός τόπος.

  3. She made a sacred vow to always help others.

  4. Έκανε έναν ιερό όρκο να βοηθά πάντα τους άλλους.

  5. The ancient texts are thought to hold sacred wisdom.

  6. Τα αρχαία κείμενα θεωρούνται ότι περιέχουν ιερή σοφία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη sacred εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Sacred cow - Something that is beyond criticism or questioning.
  2. The budget is a sacred cow that no one dares to challenge.

    • Ο προϋπολογισμός είναι μια ιερή αγελάδα που κανείς δεν τολμά να αμφισβητήσει.
  3. Sacred space - A physical or metaphorical space that is revered or respected.

  4. They created a sacred space for meditation and reflection.

    • Δημιούργησαν έναν ιερό χώρο για διαλογισμό και αναστοχασμό.
  5. Sacred tradition - A custom or practice that is preserved and passed down through generations.

  6. Many cultures have sacred traditions that define their identity.

    • Πολλές κουλτούρες έχουν ιερές παραδόσεις που καθορίζουν την ταυτότητά τους.
  7. Sacred trust - A deep responsibility or obligation that one holds.

  8. As a teacher, I feel I have a sacred trust to guide my students.
    • Ως δάσκαλος, νιώθω ότι έχω έναν ιερό κατάλογο να καθοδηγώ τους μαθητές μου.

Ετυμολογία

Η λέξη sacred προέρχεται από τη Λατινική λέξη sacratum, που σημαίνει "καθιερωμένο" ή "ιερό", και σχετίζεται με το ρήμα sacrare, που σημαίνει "να αφιερώσεις" ή "να ιεροποιήσεις".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - holy - revered - divine

Αντώνυμα: - profane - secular - unholy



25-07-2024