Saddlery είναι ουσιαστικό.
/ˈsæd.əl.ri/
Η λέξη "saddlery" αναφέρεται στην τέχνη ή το επάγγελμα που σχετίζεται με την κατασκευή και επισκευή σαμαριών και άλλου εξοπλισμού ιππασίας. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε επίσημα ή ειδικά συμφραζόμενα που σχετίζονται με την ιππασία και τη φροντίδα των αλόγων. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συζητήσεις σχετικές με αθλήματα ή δραστηριότητες ιππασίας.
Η ιπποσκευαστική επιχείρηση ειδικεύεται σε σαμάρια κατά παραγγελία για άλογα.
He learned the art of saddlery from his grandfather.
Έμαθε την τέχνη της ιπποσκευής από τον παππού του.
The local saddlery offers a variety of riding gear.
"Βρήκε το πάθος της στον κόσμο της ιπποσκευής και της ιππασίας."
"The saddlery employs skilled craftsmen who understand the needs of horses."
"Η ιπποσκευαστική απασχολεί επιδέξιους τεχνίτες που κατανοούν τις ανάγκες των αλόγων."
"He always visits the saddlery before buying new equipment."
"Πάντα επισκέπτεται την ιπποσκευαστική πριν αγοράσει νέο εξοπλισμό."
"Saddlery maintenance is crucial for the safety of both horse and rider."
"Η συντήρηση της ιπποσκευής είναι κρίσιμη για την ασφάλεια τόσο του αλόγου όσο και του αναβάτη."
"She inherited her family’s saddlery, which has been in business for generations."
Η λέξη "saddlery" προέρχεται από τη μεσαία αγγλική λέξη "sadele" που σημαίνει "σαμάρι," και συνδυάζεται με το κατάληξη "-ery" που υποδηλώνει μια κατάσταση ή επάγγελμα.
Συνώνυμα: - Harness making (κατασκευή ιπποσκευών) - Tack (εξοπλισμός ιππασίας)
Αντώνυμα: - None (δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα, καθώς η έννοια είναι πολύ ειδική)