Ο όρος "safeblower" είναι ένα ουσιαστικό.
/sˈeɪfˌbloʊər/
Ο όρος "safeblower" αναφέρεται σε κάποιον που διαρρηγνύει χρηματοκιβώτια. Στις περισσότερες περιπτώσεις, χρησιμοποιείται για να περιγράψει εγκληματίες που ειδικεύονται στη διάρρηξη ασφαλειών ή χρηματοκιβωτίων. Η συχνότητα χρήσης του είναι πιο κοινή σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε αστυνομικές ιστορίες, ταινίες, και μυθιστορήματα, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο σε σχετικές συζητήσεις.
Ο διαρρήκτης χρηματοκιβωτίων πιάστηκε στα πράσα κατά τη διάρκεια της ληστείας.
Many films depict the life of a safeblower and the dangers involved.
Πολλές ταινίες απεικονίζουν τη ζωή ενός κλεφτοκοτά και τους κινδύνους που εμπλέκονται.
He was known in the underworld as a skilled safeblower.
Ο όρος "safeblower" δεν χρησιμοποιείται ευρέως ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, κάποιες σχετικές φράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια της διάρρηξης ή του εγκλήματος είναι όμως οι εξής:
Ο διαρρήκτης χρηματοκιβωτίων τη γλίτωσε με τη λεία.
"In the world of crime, a safeblower is both feared and admired."
Στον κόσμο του εγκλήματος, ένας διαρρήκτης χρηματοκιβωτίων είναι και φοβισμένος και θαυμαζόμενος.
"After years in prison, he swore he would never be a safeblower again."
Ο όρος "safeblower" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, με τη σύνθεση των λέξεων "safe" (ασφαλές, χρηματοκιβώτιο) και "blower" (κάποιον που σπάζει ή που επηρεάζει). Χρησιμοποιείται αποκαλώντας αυτούς που παραβιάζουν τη ασφάλεια των χρηματοκιβωτίων με μη συμβατικό τρόπο.
Συνώνυμα:
- διαρρήκτης χρηματοκιβωτίων
- κλεφτοκοτάς
Αντώνυμα:
- προστάτης της ασφάλειας
- φύλακας χρηματοκιβωτίου
Αυτές οι πληροφορίες περιγράφουν εκτενώς το "safeblower" και τη χρήση του στην αγγλική γλώσσα.