safety gate: ουσιαστικό (noun)
/ˈseɪfti ɡeɪt/
Η φράση "safety gate" αναφέρεται σε μια πύλη ή φραγή που έχει σχεδιαστεί για να εξασφαλίσει την ασφάλεια ενός συγκεκριμένου χώρου. Συνήθως χρησιμοποιείται σε περιβάλλοντα όπου είναι σημαντικό να περιοριστεί η πρόσβαση, όπως σε παιδικές χαρές ή εργοστάσια, για να αποτραπεί η είσοδος ατόμων σε επικίνδυνες περιοχές. Η χρήση του "safety gate" είναι πιο κοινή σε γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται και προφορικά, κυρίως σε συζητήσεις σχετικά με ζητήματα ασφάλειας.
The safety gate prevented the dog from escaping the yard.
(Η πύλη ασφαλείας εμπόδισε τον σκύλο να ξεφύγει από την αυλή.)
We installed a safety gate at the top of the stairs to protect the children.
(Εγκαταστήσαμε μια πύλη ασφαλείας στην κορυφή της σκάλας για να προστατέψουμε τα παιδιά.)
A safety gate is necessary in places with heavy machinery.
(Μια πύλη ασφαλείας είναι απαραίτητη σε μέρη με βαριά μηχανήματα.)
Η φράση "safety gate" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν ορισμένες εκφράσεις που σχετίζονται με το θέμα της ασφάλειας και της προστασίας.
"Keep the safety gate closed."
(Κρατήστε κλειστή την πύλη ασφαλείας.)
"We need to ensure the safety gate is functioning."
(Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι η πύλη ασφαλείας λειτουργεί.)
"The safety gate is your first line of defense."
(Η πύλη ασφαλείας είναι η πρώτη γραμμή άμυνας σας.)
"Don't forget to shut the safety gate behind you."
(Μην ξεχάσετε να κλείσετε την πύλη ασφαλείας πίσω σας.)
"A safety gate is crucial for childproofing your home."
(Μια πύλη ασφαλείας είναι κρίσιμη για την προστασία των παιδιών στο σπίτι σας.)
Η λέξη "safety" προέρχεται από το λατινικό "salvitas" που σημαίνει "ασφάλεια" ή "σωτηρία", ενώ η λέξη "gate" προέρχεται από την παλιά αγγλική "geat", που σημαίνει "πύλη" ή "άνοιγμα".
Συνώνυμα: - protective barrier (προστατευτικό φράγμα) - safety barrier (προστατευτική μπάρα)
Αντώνυμα: - danger zone (ζώνη κινδύνου) - open access (ανοιχτή πρόσβαση)