Sailor suit: Είναι ουσιαστικό.
/ˈseɪlər suːt/
Η λέξη "sailor suit" αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη τύπο ενδυμασίας που συνήθως φορούν οι ναυτικοί. Αυτή η στολή περιλαμβάνει τυπικά ένα λευκό ή σκούρο μπλε πουκάμισο με σχέδιο από λωρίδες, καθώς και παντελόνια ή σορτς. Η χρήση της είναι κυρίως σε γραπτό και προφορικό πλαίσιο, με πιο συχνή αναφορά στη μόδα ή την παράδοση των ναυτικών.
Η φράση "sailor suit" χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε περιγραφές μόδας ή ιστορικών αναφορών.
Πολλά παιδιά αγαπούν να φορούν μια ναυτική στολή για το Χάλοουιν.
The sailor suit has become a classic look in fashion.
Η ναυτική στολή έχει γίνει μια κλασική εμφάνιση στη μόδα.
I found a vintage sailor suit at the thrift store.
Η φράση "sailor suit" δεν είναι κοινά χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ιδωθεί σε σχετικές φράσεις ή μετερεώσεις που συνδέονται με τη ναυτική ζωή.
Ένιωθε σαν ναυτικός με τη στολή όταν φόρεσε το παλιό ρούχο.
The kids at the party looked adorable in their sailor suits.
Τα παιδιά στο πάρτι μοιάζαν γλυκύτατα με τις ναυτικές στολές τους.
She wore a sailor suit as a tribute to her grandfather, who was a captain.
Η λέξη "sailor" προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "sailleur", που σημαίνει "αυτός που ιστιοδρομεί", ενώ "suit" προέρχεται από τη λατινική λέξη "suitare", η οποία σημαίνει "να ακολουθεί". Συνδυασμένα, τα δύο στοιχεία σημαίνουν τη στολή που ακολουθεί τη ναυτική παράδοση.
Συνώνυμα - Ναυτική στολή - Ναυτική φόρμα
Αντώνυμα - Πολύχρωμη ή μοντέρνα στολή (γενικά– δεδομένου ότι η ναυτική στολή έχει συγκεκριμένο και παραδοσιακό στιλ)