Sal-ammoniac είναι ουσιαστικό.
/ˌsæl əˈmɒn.i.æk/
Το sal-ammoniac (συχνά αναφερόμενο ως αμμωνιακό άλας) είναι ένα λευκό, κρυσταλλικό άλας που χρησιμεύει κυρίως στη χημεία, τη μεταλλουργία και την επεξεργασία τροφίμων. Χρησιμοποιείται ως αναγωγός σε αντιδράσεις, καθώς και στη διαδικασία για την παραγωγή αμμωνίας. Στη σύγχρονη γλώσσα, η χρήση του sal-ammoniac κυμαίνεται ανάλογα με τον τομέα, αλλά η συχνότητα χρήσης του είναι πιο συνηθισμένη σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Το sal-ammoniac χρησιμοποιείται συχνά σε χημικές αντιδράσεις.
The sal-ammoniac salt was essential for the metallurgy process.
Το αλάτι sal-ammoniac ήταν απαραίτητο για τη διαδικασία μετάλλων.
In food processing, sal-ammoniac may serve as a leavening agent.
Το sal-ammoniac δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένο σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή γλώσσα. Παρ' όλα αυτά, μπορούμε να αναφέρουμε κάποιες ποιητικές ή επιστημονικές αναφορές:
Η διαδικασία ήταν εξίσου κρίσιμη με το sal-ammoniac στη αντίδραση.
"Just like sal-ammoniac, it balances the reaction perfectly."
Όπως το sal-ammoniac, ισορροπεί τέλεια την αντίδραση.
"We need sal-ammoniac to catalyze the reaction."
Η λέξη "sal-ammoniac" προέρχεται από τη λατινική λέξη "sal ammoniacus", όπου "sal" σημαίνει "αλάτι" και "ammoniacus" αναφέρεται σε σχέση με την αιγυπτιακή θεότητα Αμμών. Το όνομα πιθανώς προέρχεται από την αρχαία Αίγυπτο, όπου οι Άραβες πήραν το αλάτι από τα ερείπια του Αμμών.
Συνώνυμα: - Αμμωνιακό άλας - Χλωριούχο αμμώνιο (σε κάποιες περιπτώσεις)
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα, καθώς είναι μια χημική ένωση με συγκεκριμένες ιδιότητες και χρήσεις.
Το sal-ammoniac είναι μια ενδιαφέρουσα χημική ένωση και έχει σημαντική εφαρμογή κυρίως σε επιστημονικά πλαίσια. Η χρήση του είναι δεδομένη κυρίως στη χημεία και σε βιομηχανικές διαδικασίες, ενώ η ετυμολογία του παρέχει πληροφορίες για τη ιστορική του σχέση με την αρχαία Αίγυπτο.