Salicylate είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /səˈlɪsɪˌleɪt/
Η λέξη "salicylate" αναφέρεται σε μια ομάδα χημικών ενώσεων που προέρχονται από το σαλικυλικό οξύ. Αυτές οι ενώσεις είναι γνωστές για τις αναλγητικές, αντιφλεγμονώδεις και αντιπυρετικές τους ιδιότητες. Χρησιμοποιούνται συχνά στις ιατρικές θεραπείες, όπως η ασπιρίνη.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και φαρμακολογικά συμφραζόμενα και είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
"Ο ασθενής καθοδηγήθηκε να πάρει σαλικυλικό για ανακούφιση από τον πόνο."
"Salicylate can help reduce inflammation in chronic conditions."
"Το σαλικυλικό μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της φλεγμονής σε χρόνιες καταστάσεις."
"Doctors often recommend salicylate as part of a treatment plan."
Η λέξη "salicylate" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε ιατρικές ή φαρμακολογικές φράσεις:
"Η σαλικυλική επίδραση είναι προφανής στη μείωση του πυρετού."
"Salicylate therapy is a common choice for treating arthritis."
"Η σαλικυλική θεραπεία είναι μια κοινή επιλογή για τη θεραπεία της αρθρίτιδας."
"Caution is advised when using salicylate products in children."
Η λέξη "salicylate" προέρχεται από τη λέξη "salicylic acid," που προέρχεται από το λατινικό "salix," το οποίο σημαίνει "ιτιά."
Συνώνυμα: - Salicylic acid salt - Aspirin (σε περιπτώσεις αναφοράς)
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν άμεσα αντίθετα της λέξης αυτής, καθώς αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη χημική ένωση.