sallow - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

sallow (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

"Sallow" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/sæloʊ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "sallow" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα χρώμα δέρματος ή μια εμφάνιση που είναι ανθυγειινή, συνήθως κίτρινη ή χλωμή, και μπορεί να υποδηλώνει ασθένεια ή έλλειψη φυσικής ενέργειας. Η χρήση της είναι κυρίως αναφορική και εμφανίζεται σε γραπτό και προφορικό λόγο, αλλά τα τελευταία χρόνια η συχνότητά της έχει μειωθεί. Πιο συχνά χρησιμοποιείται σε γραπτό πλαίσιο, όπως στη λογοτεχνία ή σε περιγραφές ιατρικών καταστάσεων.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Her face was sallow from lack of sunlight.
    Η επιδερμίδα της ήταν χλωμή λόγω έλλειψης ηλιακού φωτός.

  2. He felt sallow and weak after the illness.
    Ένιωθε χλωμός και αδύναμος μετά την ασθένεια.

  3. The sallow leaves signaled the arrival of autumn.
    Τα κίτρινα φύλλα σήμαναν την άφιξη του φθινοπώρου.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "sallow" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδέεται με εκφράσεις που περιγράφουν την υγεία ή την εμφάνιση:

  1. He looked sallow as if life had drained out of him.
    Φαινόταν χλωμός σαν να είχε απορροφηθεί η ζωή από πάνω του.

  2. After weeks of hard work, her face became sallow.
    Μετά από εβδομάδες σκληρής δουλειάς, το πρόσωπό της έγινε χλωμό.

  3. The sallow glow of the streetlights added to the eerie atmosphere.
    Η κιτρινισμένη λάμψη των φωτιστικών δρόμου πρόσθεσε στην περίεργη ατμόσφαιρα.

Ετυμολογία

Η λέξη "sallow" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "salu" που σημαίνει "κίτρινος" ή "χλωμός" και έχει τις ρίζες της στη μεσαιωνική λατινική λέξη "salvus" που σημαίνει "υγιής", σε αντίθεση με την έννοια που προκύπτει σήμερα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - pallid - wan - anemic

Αντώνυμα: - rosy - vibrant - bright



25-07-2024