Επίθετο
/səˈljuː.tə.ri/
Η λέξη "salutary" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι ευεργετικό ή που έχει έναν θετικό αντίκτυπο, συνήθως με την έννοια ότι είναι ικανό να βελτιώσει την κατάσταση ή τη ζωή κάποιου. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συνηθισμένη σε φιλοσοφικά ή ιατρικά κείμενα, καθώς και σε συζητήσεις που αφορούν την ευημερία και την υγεία.
Regular exercise is salutary for maintaining a healthy lifestyle.
Η τακτική άσκηση είναι ευεργετική για την διατήρηση ενός υγιούς τρόπου ζωής.
The salutary effects of a balanced diet cannot be overstated.
Οι ευεργετικές επιδράσεις μιας ισορροπημένης διατροφής δεν μπορούν να υποτιμηθούν.
He found the experience salutary, allowing him to reflect on his life choices.
Βρήκε την εμπειρία ευεργετική, δίνοντάς του την ευκαιρία να αναλογιστεί τις επιλογές της ζωής του.
Η λέξη "salutary" δεν είναι πολύ κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε συνδυασμούς που σχετίζονται με θετικές επιδράσεις ή βελτίωση. Μερικές προτάσεις περιλαμβάνουν:
A salutary reminder of the importance of family can change one’s perspective.
Μια ευεργετική υπενθύμιση της σημασίας της οικογένειας μπορεί να αλλάξει την προοπτική κάποιου.
The salutary impacts of education are felt throughout a person’s life.
Οι ευεργετικές επιδράσεις της εκπαίδευσης είναι αισθητές καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου.
In times of crisis, salutary advice from friends can be invaluable.
Σε περιόδους κρίσης, η ευεργετική συμβουλή από φίλους μπορεί να είναι ανεκτίμητη.
Η λέξη "salutary" προέρχεται από τη λατινική λέξη salutaris, που σημαίνει «ευεργετικός» ή «θεραπευτικός», και σχετίζεται με τη λέξη salus, που σημαίνει «υγεία» ή «σωτηρία».
Συνώνυμα: - ωφέλιμος - ευεργετικός - θεραπευτικός
Αντώνυμα: - βλαβερός - επιβλαβής - κακός