Ο όρος "sampling fraction" είναι ουσιαστικό (noun).
/sæmplɪŋ ˈfrækʃən/
Ο όρος "sampling fraction" αναφέρεται στο ποσοστό του πληθυσμού που επιλέγεται για ένα δείγμα κατά τη διαδικασία δειγματοληψίας. Συνήθως χρησιμοποιείται σε στατιστική, επιστημονική έρευνα και έρευνες αγοράς για να καθοριστεί η αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό.
Ο όρος χρησιμοποιείται ευρέως σε γραπτές αναφορές επιστημονικών ερευνών και στατιστικών αναλύσεων. Χρησιμοποιείται λιγότερο στην προφορική επικοινωνία.
Έχει περιορισμένη χρήση στον καθημερινό προφορικό λόγο και είναι πιο συνηθισμένο σε γραπτές αναφορές ή λογαριασμούς που σχετίζονται με στατιστικά δεδομένα.
The sampling fraction used in this study was 10%.
Το κλάσμα δείγματος που χρησιμοποιήθηκε σε αυτή τη μελέτη ήταν 10%.
A smaller sampling fraction may lead to less reliable results.
Ένα μικρότερο κλάσμα δείγματος μπορεί να οδηγήσει σε λιγότερο αξιόπιστα αποτελέσματα.
Researchers must carefully consider the sampling fraction to ensure accurate data.
Οι ερευνητές πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά το κλάσμα δείγματος για να διασφαλίσουν ακριβή δεδομένα.
Ο όρος "sampling fraction" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορείτε να βρείτε σχετικές χρήσεις σε επαγγελματικά ή ακαδημαϊκά συμφραζόμενα.
Choosing the right sampling fraction can make or break the validity of your research.
Η επιλογή του σωστού κλάσματος δείγματος μπορεί να καθορίσει την εγκυρότητα της έρευνάς σας.
The accuracy of the results hinges on the sampling fraction selected.
Η ακρίβεια των αποτελεσμάτων εξαρτάται από το επιλεγμένο κλάσμα δείγματος.
An inadequate sampling fraction can skew the findings significantly.
Ένα ανεπαρκές κλάσμα δείγματος μπορεί να παραμορφώσει σημαντικά τα αποτελέσματα.
Ο όρος προέρχεται από τη σύνθεση της λέξης "sampling" (δείγμα, δειγματοληψία) και της λέξης "fraction" (κλάσμα), υποδεικνύοντας την αναλογία του επιλεγμένου δείγματος σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό.