Το "sampling hole" είναι ένα ουσιαστικό (noun).
/sæm.plɪŋ hoʊl/
Ο όρος "sampling hole" αναφέρεται σε μια τρύπα ή άνοιγμα που δημιουργείται για να ληφθούν δείγματα από ένα υλικό ή ένα περιβάλλον. Συνήθως χρησιμοποιείται σε τομείς όπως η γεωλογία, η περιβαλλοντολογία και η βιολογία. Όσον αφορά τη χρήση του στη γλώσσα Αγγλικά, ο όρος χρησιμοποιείται τεχνικά και επομένως μπορεί να εμφανίζεται πιο συχνά σε γραπτά πλαίσια (π.χ. επιστημονικές εκθέσεις ή άρθρα) παρά στην προφορική συνομιλία.
The geologist drilled a sampling hole to collect soil samples.
(Ο γεωλόγος άνοιξε μια τρύπα δειγματοληψίας για να συλλέξει δείγματα εδάφους.)
A sampling hole was created to assess the water quality in the lake.
(Μια τρύπα δειγματοληψίας δημιουργήθηκε για να αξιολογήσει την ποιότητα του νερού στη λίμνη.)
Ο όρος "sampling hole" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενος σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες τεχνικές φράσεις:
"Digging a sampling hole" signifies taking proactive steps to gather necessary data.
(Η φράση "Ανοίγοντας μια τρύπα δειγματοληψίας" σηματοδοτεί την αναγκαιότητα λήψης δεδομένων.)
"Using a sampling hole for analysis" emphasizes the importance of proper methods for accurate results.
(Η φράση "Χρησιμοποιώντας μια τρύπα δειγματοληψίας για ανάλυση" υπογραμμίζει τη σημασία κατάλληλων μεθόδων για ακριβή αποτελέσματα.)
Ο όρος προέρχεται από τη λέξη "sampling" (λείψη δειγμάτων), που είναι η διαδικασία συλλογής δειγμάτων για ανάλυση, συνδυασμένη με τη λέξη "hole" (τρύπα), που φυσικά σημαίνει άνοιγμα ή κοιλότητα.