Ουσιαστικό
/ˈsæmplɪŋ miːn/
Ο όρος "sampling mean" αναφέρεται στον μέσο όρο που υπολογίζεται από ένα δείγμα δεδομένων, αντί του συνολικού πληθυσμού. Χρησιμοποιείται συχνά στη στατιστική για να εκτιμήσει την κεντρική τάση ενός πληθυσμού με βάση ένα υποσύνολο των δεδομένων του. Η χρήση του είναι ιδιαίτερα κοινή στις στατιστικές αναλύσεις και τη συλλογή δεδομένων. Ο "sampling mean" χρησιμοποιείται περισσότερα σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικές συζητήσεις σχετικά με στατιστικά.
Ο μέσος όρος του δείγματος του συνόλου δεδομένων είναι καθοριστικός για την πρόβλεψη μελλοντικών τάσεων.
To calculate the sampling mean, sum all the values in the sample and divide by the number of observations.
Για να υπολογίσετε τον μέσο όρο του δείγματος, αθροίστε όλες τις τιμές του δείγματος και διαιρέστε με τον αριθμό των παρατηρήσεων.
Researchers emphasized that the accuracy of the sampling mean depends on the size of the sample.
Ο όρος "sampling mean" δεν έχει πολλές συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά είναι συχνά μέρος πιο γενικών στατιστικών εκφράσεων:
"Αξιολογήστε τον μέσο όρο του δείγματος" - Αυτή η φράση σημαίνει την αξιολόγηση της μέσης τιμής ενός επιλεγμένου δείγματος.
"Calculate the sampling mean accurately" - Highlights the importance of precision in statistical calculations.
"Υπολογίστε τον μέσο όρο του δείγματος με ακρίβεια" - Τονίζει τη σημασία της ακριβείας στους στατιστικούς υπολογισμούς.
"Compare the sampling mean with the population mean" - Used to determine how representative the sample is of the entire population.
Οι λέξεις "sampling" και "mean" προέρχονται από: - Sampling: Από την αγγλική ρίζα "sample" (δείγμα) με την προσθήκη του κατάληξη "-ing", που δηλώνει τη διαδικασία. - Mean: Από την Παλαιά Αγγλική "mēane" που σημαίνει "μέσος" και είναι συνδεδεμένο με το λογιστικό υπολογισμό.