Η λέξη "sandblasted" προέρχεται από τη διαδικασία αμμοβολής, όπου ένα υλικό καθαρίζεται ή επεξεργάζεται με πίεση μέσω λεπτών σωματιδίων άμμου. Χρησιμοποιείται κυρίως σε βιομηχανικά και κατασκευαστικά συμφραζόμενα για να περιγράψει επιφάνειες που έχουν υποστεί αυτή τη διαδικασία.
Χρήση: Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά και βιομηχανικά κείμενα, αλλά μπορεί να απαντηθεί και σε πιο γενικά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι συχνότερη στο γραπτό λόγο.
The metal surface has been sandblasted to remove all rust.
Η μεταλλική επιφάνεια έχει υποστεί αμμοβολή για να αφαιρεθεί η σκουριά.
After being sandblasted, the glass appeared much clearer.
Μετά την αμμοβολή, το γυαλί φαίνεται πολύ πιο καθαρό.
The sandblasted sign looked new and polished.
Η επιγραφή που έχει υποστεί αμμοβολή φαίνεται νέα και γυαλιστερή.
Η λέξη "sandblasted" δεν είναι πολύ κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μεταφορικές εκφράσεις για να περιγράψει καταστάσεις ή συναισθήματα.
After working all day in the sun, I feel sandblasted.
Μετά από μια μέρα δουλειάς στον ήλιο, νιώθω σαν να έχω υποστεί αμμοβολή.
The project left him feeling sandblasted by the end of the week.
Το έργο τον άφησε να νιώθει εξαντλημένος μέχρι το τέλος της εβδομάδας.
When she heard the news, it hit her like being sandblasted.
Όταν άκουσε τα νέα, την χτύπησε όπως η αμμοβολή.
Η λέξη "sandblast" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα και συνδυάζει τις λέξεις "sand" (άμμος) και "blast" (έκρηξη ή εκτόξευση), αναφερόμενη στη διαδικασία εκτόξευσης άμμου με μεγάλη ταχύτητα.
Αυτός ο συνδυασμός λέξεων αποδίδει την έννοια της διαδικασίας καθαρισμού και επεξεργασίας μέσω της αμμοβολής με σχετικά ανοίκειο τρόπο.