Ουσιαστικό
/ˈsæn(d)wɪʧ ˈkæpəsɪtər/
Ο όρος "sandwich capacitor" αναφέρεται σε μια ειδική διάταξη πυκνωτή που αποτελείται από δύο στρώματα αγώγιμου υλικού (συνήθως μεταλλικά) που τοποθετούνται πλάι-πλάι, με ένα στρώμα διηλεκτρικού υλικού ανάμεσά τους. Αυτοί οι πυκνωτές χρησιμοποιούνται ευρέως σε ηλεκτρονικά κυκλώματα για την αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας και έχουν υψηλή απόδοση.
Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στον τεχνικό και επιστημονικό λόγο, ιδίως σε κλάδους όπως η ηλεκτρολογία και η μηχανική. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα (επιστημονικές εργασίες, τεχνικές εκθέσεις) παρά σε προφορικό λόγο.
Ο πυκνωτής sandwich είναι γνωστός για την υψηλή του αποδοτικότητα σε ηλεκτρονικά κυκλώματα.
Engineers often choose sandwich capacitors for compact circuit designs.
Η φράση "sandwich capacitor" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, σχετίζεται με κάποιες τεχνικές εκφράσεις στον τομέα της ηλεκτρονικής. Εδώ είναι κάποιες σχετικές προτάσεις:
Ο σχεδιασμός ενός πυκνωτή sandwich μπορεί να ενισχύσει σημαντικά την απόδοση του κυκλώματος.
When optimizing for size, a sandwich capacitor often provides the best results.
Όταν βελτιστοποιούμε για μέγεθος, ένας πυκνωτής sandwich συχνά παρέχει τα καλύτερα αποτελέσματα.
A well-manufactured sandwich capacitor minimizes energy loss during operation.
Η λέξη "sandwich" προέρχεται από τον κόμη Σάντουιτς, ο οποίος σύμφωνα με τον θρύλο, ζητούσε να του φέρνουν φαγητό το οποίο να μπορεί να τρώγεται εύκολα με το ένα χέρι. Η λέξη "capacitor" προέρχεται από το λατινικό "capacitās" που σημαίνει "ικανότητα", εννοώντας την ικανότητα αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας.
Συνώνυμα: - Το "capacitor" (πυκνωτής) γενικά.
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα για τον όρο "sandwich capacitor", καθώς είναι μια συγκεκριμένη διάταξη. Ωστόσο, σε πιο γενικούς όρους, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι αντίθετοι τύποι πυκνωτών δεν είναι sandwich capacitors.