Sane είναι επίθετο.
/seɪn/
Η λέξη "sane" αναφέρεται σε κάποιον που είναι σε καλή ψυχική κατάσταση, είναι λογικός ή έχει ικανότητα να κάνει προσεκτικές και ορθολογικές αποφάσεις. Χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει ότι κάποιος μπορεί να σκέφτεται και να ενεργεί με σαφήνεια, σε αντίθεση με κάποιον που είναι παράλογος ή ψυχικά ασθενής.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό αλλά και γραπτό λόγο.
Όλες οι ιδέες του φαίνονται πολύ λογικές.
She remains sane despite the chaos around her.
Παραμένει λογική παρά το χάος γύρω της.
It’s important to have a sane approach to problem-solving.
Η λέξη "sane" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
“Μείνε λογικός σε έναν τρελό κόσμο.”
“He tried to keep her sane during the tough times.”
“Προσπάθησε να τη διατηρήσει λογική κατά τις δύσκολες στιγμές.”
“A sane mind in a sane body.”
“Ένας λογικός νους σε ένα λογικό σώμα.”
“She keeps her sanity by maintaining a sane routine.”
“Διατηρεί την ψυχική της υγεία ακολουθώντας μια λογική ρουτίνα.”
“Being sane means taking care of your mental health.”
Η λέξη "sane" προέρχεται από το Λατινικό "sanus" που σημαίνει "υγιής" ή "ολοκληρωμένος".
Συνώνυμα: - rational (λογικός) - sound (υγιής)
Αντώνυμα: - insane (τρελός) - irrational (παράλογος)