Sanidine είναι ουσία (subst.) που αναφέρεται σε έναν προσδιορισμένο τύπο ακατέργαστης μορφής ορυκτού.
/ˈsænɪdiːn/
Η σανιδίνη είναι μια μορφή καλίου που παρατηρείται σε ηφαιστειακές πέτρες, συνήθως σε πετρώματα λαβών και ηφαιστιογενών πετρωμάτων. Είναι ένας από τους κύριους τύπους μεταλλευμάτων που περιέχουν ορυκτά του καλίου και είναι σημαντική στη γεωλογία και τη βράχολογία.
Η λέξη "sanidine" χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και γεωλογικά κείμενα για να περιγράψει συγκεκριμένα ορυκτά και τη σύνθεσή τους. Δεν είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο και απαντά κυρίως σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με τη γεωλογία.
"Sanidine is often found in volcanic rocks."
"Η σανιδίνη συχνά βρίσκεται σε ηφαιστειακές πέτρες."
"Geologists study sanidine to understand the formation of volcanic eruptions."
"Οι γεωλόγοι μελετούν τη σανιδίνη για να κατανοήσουν τον σχηματισμό ηφαιστειακών εκρήξεων."
"Sanidine can provide insights into the geological history of an area."
"Η σανιδίνη μπορεί να προσφέρει πληροφορίες για τη γεωλογική ιστορία μιας περιοχής."
Η λέξη "sanidine" δεν χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις καθώς αναφέρεται σε ένα εξειδικευμένο επιστημονικό όρο.
Η λέξη "sanidine" προέρχεται από τη γερμανική λέξη "Sanidin", η οποία απεστάλη από το "Sanis" που σημαίνει "άμμος" στα Λατινικά και σχετίζεται με την ιδιότητα του ορυκτού να σχηματίζεται σε ηφαιστιογενή περιβάλλοντα.
Συνώνυμα: - Orthoclase (ορθόκλαση) - Feldspar (φέλσπα)
Αντώνυμα: Η έννοια της σανιδίνης είναι πολύ εξειδικευμένη, γι' αυτό δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα στον ευρύτερο επιστημονικό ορισμό της. Ωστόσο, μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν υπάρχουν "αντίμετρα" σε σχέση με τις ηφαιστειακές πέτρες ή τα ορυκτά γενικά, δεδομένου ότι η σανιδίνη είναι ένας συγκεκριμένος τύπος ορυκτού.