Ουσιαστικό
/sænɪˈtɛrɪəm/
Η λέξη "sanitarium" αναφέρεται σε ένα ίδρυμα όπου οι ασθενείς, συχνά με ψυχικές ή αναπνευστικές ασθένειες, παρακολουθούνται και θεραπεύονται. Η χρήση της είναι παραδοσιακά συνδεδεμένη με καταστάσεις ψυχικής υγείας και αποκατάστασης. Εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτό κείμενο, αλλά μπορεί να ακουστεί και σε προφορικό λόγο, ιδίως σε ιατρικά ή ιστορικά συμφραζόμενα.
"The sanitarium treated patients with tuberculosis in the early 1900s."
"Το σανατόριο θεράπευε ασθενείς με φυματίωση στις αρχές του 1900."
"He spent a year at the sanitarium to recover from his mental health issues."
"Πέρασε ένα χρόνο στο σανατόριο για να αναρρώσει από τα προβλήματα ψυχικής υγείας."
"The old sanitarium was turned into a museum after its closure."
"Το παλιό σανατόριο μετατράπηκε σε μουσείο μετά το κλείσιμό του."
Η λέξη "sanitarium" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν σχετικές φράσεις που ενδέχεται να προκύψουν από την ιδέα της αποκατάστασης και της θεραπείας.
"A stay in a sanitarium can sometimes lead to healing."
"Μια παραμονή σε σανατόριο μπορεί μερικές φορές να οδηγήσει σε θεραπεία."
"After the scandal, he was sent to a sanitarium for his mental well-being."
"Μετά το σκάνδαλο, στάλθηκε σε σανατόριο για την ψυχική του ευημερία."
"The sanitarium's tranquil environment was perfect for recovery."
"Το ήρεμο περιβάλλον του σανατορίου ήταν ιδανικό για την ανάρρωση."
Η λέξη "sanitarium" προέρχεται από το λατινικό "sanitas" που σημαίνει "υγεία". Όρος που αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει χώρους που προορίζονται για θεραπεία και αποκατάσταση.
Συνώνυμα: - Θεραπευτήριο - Σανατόριο
Αντώνυμα: - Οίκος ευγηρίας (σε μία συναισθηματική ή κοινωνική έννοια) - Σταθμός (σε ιατρική έννοια, αν πρόκειται για περιορισμένη ή βραχυπρόθεσμη θεραπεία)