Έκφραση Adjective (επίθετο)
/sæpˌɡrin/
Η λέξη "sap-green" αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη απόχρωση του πράσινου, συνήθως αυτή που μοιάζει με το χρώμα του χυμού από ένα φυτό ή δέντρο. Χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο της ζωγραφικής και των καλλιτεχνικών περιγραφών. Η συχνότητά της είναι μεγαλύτερη στα γραπτά κείμενα και λιγότερο στον προφορικό λόγο.
The artist chose a sap-green shade for the foliage in her painting.
Η καλλιτέχνης επέλεξε μια απόχρωση σαπ-πράσινου για τη βλάστηση στον πίνακά της.
The sap-green color of the leaves signified the vitality of the plant.
Το σαπ-πράσινο χρώμα των φύλλων σήμαινε τη ζωτικότητα του φυτού.
Η λέξη "sap" σε συνδυασμό με το "green" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο παρακάτω παρατίθενται ορισμένες προτάσεις που συνδέουν τη "sap" με ιδιωματικές εκφράσεις:
He was as green as sap when it came to woodworking.
Ήταν όσο πιο άπειρος γίνεται στον τομέα της ξυλουργικής.
Don’t be so sap-green; you need experience to succeed in this job.
Μην είσαι τόσο άπειρος· χρειάζεσαι εμπειρία για να πετύχεις σε αυτή τη δουλειά.
In the world of business, being sap-green can lead to costly mistakes.
Στον κόσμο των επιχειρήσεων, η αγνότητα μπορεί να οδηγήσει σε ακριβές λάθος.
Η λέξη "sap" προέρχεται από την αγγλοσαξονική λέξη "sæp," που αναφέρεται στο υγρό που αντλείται από τα φυτά. Ο όρος "green" προέρχεται από το παλαιό Αγγλικό "grene," που σχετίζεται με τη φύση και την ανάπτυξη.
Συνώνυμα: - Chlorophyll-green - Leaf-green
Αντώνυμα: - Brown - Neutral (as in color) - Dead (in terms of plant life)