Επίθετο
/sɑːrˈkɒlɪsiːn/
Η sarcolysine είναι μια χημική ένωση που έχει φαρμακευτική σημασία. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικές και βιολογικές έρευνες για να μελετήσει τον καρκίνο και τη μυϊκή δυστροφία. Στην αγγλική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται σε επιστημονικά ή ιατρικά κείμενα και είναι σχετικά σπάνια στην καθημερινή ομιλία.
Ο ερευνητής ενέ injecte sarcolysine στον μυικό ιστό για να μελετήσει τις επιδράσεις της.
Sarcolysine may have potential benefits in cancer treatment.
Η σαρκολοσινη ενδέχεται να έχει πιθανά οφέλη στη θεραπεία του καρκίνου.
In experimental studies, sarcolysine showed a significant impact on muscle regeneration.
Η λέξη sarcolysine δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις καθώς συνδέεται κυρίως με εξειδικευμένες ιατρικές και επιστημονικές αναφορές. Ωστόσο, σε κείμενα που εξετάζουν τη μυϊκή υγεία και την ανάπτυξη ή τις φαρμακευτικές αγωγές, μπορεί να εμπλακεί σε έννοιες σαν τις παρακάτω:
Η δυνατότητα της σαρκολοσινης στην αναγεννητική ιατρική συνεχίζει να εξερευνάται.
"Researchers are excited about the implications of sarcolysine for future therapies."
Οι ερευνητές είναι ενθουσιασμένοι με τις επιπτώσεις της σαρκολοσινης για μελλοντικές θεραπείες.
"With sarcolysine gaining attention, more studies are being conducted."
Η λέξη sarcolysine προέρχεται από το ελληνικό "σάρξ" (sarks), που σημαίνει "σάρκα", και "λύσις" (lysis), που σημαίνει "διάσπαση" ή "λύση". Αυτή η σύνθεση υποδηλώνει την έννοια μιας ένωσης που σχετίζεται με τη σάρκα και τη διάσπασή της.
Συνώνυμα: - Είναι εξειδικευμένη, οπότε δεν υπάρχουν άμεσα συνώνυμα σε καθημερινή χρήση.
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν αντιθέσεις, αφού η sarcolysine αφορά μια συγκεκριμένη χημική ύλη στον τομέα της βιοϊατρικής.