Το "satinet weave" είναι ουσιαστικό.
/ˈsæt.ɪ.nɛt wiːv/
Το "satinet weave" αναφέρεται σε έναν ειδικό τύπο ύφανσης που δημιουργεί μια λεία και γυαλιστερή επιφάνεια, συνήθως για υφάσματα που χρησιμοποιούνται σε ρούχα και υφάσματα διακόσμησης. Αυτή η ύφανση δίνει στο ύφασμα μια κομψή εμφάνιση και συνήθως χρησιμοποιείται για πιο επίσημες ένδυες.
Η φράση "satinet weave" χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της μόδας και του σχεδιασμού υφασμάτων. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλότερη στον γραπτό λόγο, ειδικότερα σε κείμενα που σχετίζονται με την υφαντουργία και την κατασκευή ρούχων.
Το φόρεμα ήταν φτιαγμένο από μια όμορφη σατινέ ύφανση που έλαμπε κάτω από τα φώτα.
The tailor recommended using a satinet weave for the evening gowns.
Ο ράπτης συνιστούσε τη χρήση σατινέ ύφανσης για τα βραδινά φορέματα.
She loved how the satinet weave felt against her skin.
Η φράση "satinet weave" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοια του γυαλιστερού και κομψού μπορεί να οδηγήσει σε ορισμένα σχόλια ή περιγραφές που σχετίζονται με την εμφάνιση ή την ποιότητα.
"Αυτό το ύφασμα έχει μια ποιότητα σατινέ ύφανσης."
"The satinet weave made her outfit stand out at the gala."
"Η σατινέ ύφανση έκανε την εμφάνιση της να ξεχωρίζει στη γιορτή."
"He prefers satinet weave for a sophisticated look."
Η λέξη "satinet" προέρχεται από το γαλλικό "satin," που σημαίνει σατέν και χρησιμοποιείται για την περιγραφή ενός είδους λαμπερού υφάσματος. Ο όρος "weave" αναφέρεται στη διαδικασία ύφανσης υφασμάτων, προερχόμενος από την παλαιά αγγλική λέξη "wefan," που σημαίνει "να υφαίνω."
Συνώνυμα: - satin weave - glossy weave
Αντώνυμα: - coarse weave - matte weave
Το "satinet weave" είναι μια εξειδικευμένη λέξη που περιγράφει μια τύπο ύφανσης που προσδίδει κομψότητα και γυαλάδα σε υφάσματα, χρησιμοποιούμενο κυρίως στον τομέα της μόδας και της υφαντουργίας.