Ρήμα (Verb)
/ˈsætɪraɪz/
Η λέξη "satirize" σημαίνει να ασκείς κριτική ή να κοροϊδεύεις κάποιον ή κάτι (συχνά, έναν κοινωνικό ή πολιτικό θεσμό) με ένα χιουμοριστικό ή σατυρικό τρόπο. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτές μορφές όπως λογοτεχνία, άρθρα ή σάτιρες σε εκπομπές. Αποτελεί μια δημοφιλή τεχνική για την κοινωνική κριτική και την έκφραση απόψεων.
Ο συγγραφέας του αρέσει να σατιρίζει την υποκρισία των πολιτικών.
Many comedians satirize social norms in their acts.
Πολλοί κωμικοί σατιρίζουν τις κοινωνικές νόρμες στις παραστάσεις τους.
The film expertly satirizes contemporary culture.
Η λέξη "satirize" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν κριτική, χιούμορ, ή κοινωνικό σχόλιο.
Πολλοί καλλιτέχνες επιδιώκουν να σατιρίσουν το κατεστημένο στο έργο τους.
"Satirize authority"
Οι πολιτικές σάτιρες συχνά σατιρίζουν την εξουσία και αμφισβητούν τις αποφάσεις της.
"Satirize popular culture"
Εκπομπές όπως το "Saturday Night Live" συχνά σατιρίζουν την δημοφιλή κουλτούρα.
"Satirize societal issues"
Η λέξη "satirize" προέρχεται από τη λέξη "satire", η οποία προέρχεται από το λατινικό "satira", που σημαίνει "ποιητική σύνθεση" ή "σατιρικό ποίημα". Το "satira" με τη σειρά του προέρχεται από τη λέξη "satura", που αναφέρεται σε ένα είδος επιδόρπιο που περιλάμβανε ποικιλία τροφών - μεταφορικά, αυτή η ποικιλία επεκτάθηκε στη σατιρική γραφή, η οποία συνδύαζε διάφορα θέματα.
Συνώνυμα: - Ridicule - Mock - Lampoon
Αντώνυμα: - Praise - Commend - Acclaim