satisfiability - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

satisfiability (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Satisfiability είναι ένα ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

[ˌsætɪsfaɪəˈbɪlɪti]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η "ικανοποιησιμότητα" αναφέρεται στην κατάσταση ή την ποιότητα του να είναι κάτι ικανοποιητικό ή να υπάρχει μια λύση σε μια πρόταση κυρίως στο πλαίσιο των λογικών και μαθηματικών συστημάτων. Στη λογική, αναφέρεται στην ύπαρξη γεγονότων που ικανοποιούν μια δεδομένη λογική πρόταση.

Χρησιμοποιείται συχνά σε θεωρητικά και πρακτικά πλαίσια της πληροφορικής, των μαθηματικών και της λογικής. Η χρήση της είναι πιο κοινή σε γραπτά κείμενα, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε προφορικές συζητήσεις σε εξειδικευμένα πεδία.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. "The satisfiability of the logic formula was proven by the mathematician."
  2. "Η ικανοποιησιμότητα του λογικού τύπου αποδείχθηκε από τον μαθηματικό."

  3. "In computer science, the satisfiability problem is fundamental."

  4. "Στην πληροφορική, το πρόβλημα ικανοποιησιμότητας είναι θεμελιώδες."

  5. "Researchers are exploring new methods to test the satisfiability of complex systems."

  6. "Οι ερευνητές εξερευνούν νέες μεθόδους για να ελέγξουν την ικανοποιησιμότητα σύνθετων συστημάτων."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "satisfiability" χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά πλαίσια και δεν εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, σχετικές έννοιες που προκύπτουν στον τομέα περιλαμβάνουν:

  1. "Satisfiability checker" - "Ελεγκτής ικανοποιησιμότητας"
  2. "The satisfiability checker helped us determine the validity of our logic."
  3. "Ο ελεγκτής ικανοποιησιμότητας μας βοήθησε να προσδιορίσουμε την εγκυρότητα της λογικής μας."

  4. "Satisfiability modulo theories (SMT)" - "Ικανοποιησιμότητα υπό περιορισμούς θεωριών"

  5. "SMT solvers are used to address various satisfiability problems."
  6. "Οι επιλυτές SMT χρησιμοποιούνται για να αντιμετωπίσουν διάφορα προβλήματα ικανοποιησιμότητας."

  7. "Satisfiability problem in propositional logic" - "Πρόβλημα ικανοποιησιμότητας στη προτασιακή λογική"

  8. "The satisfiability problem in propositional logic is NP-complete."
  9. "Το πρόβλημα ικανοποιησιμότητας στη προτασιακή λογική είναι NP-πλήρες."

Ετυμολογία

Η λέξη "satisfiability" προέρχεται από το ρήμα "satisfy" (ικανοποιώ) που έχει λατινικές ρίζες (satisfacere), συνδυαζόμενο με το επίθημα "-ability", που δείχνει την ικανότητα ή την δυνατότητα ενός πράγματος.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Fulfillment - Compliance - Contentment (σε πιο γενικές συνθήκες)

Αντώνυμα: - Unsatisfiability - Discontent - Noncompliance

Αυτή η αναφορά δίνει μια λεπτομερή εικόνα της λέξης "satisfiability" και της χρήσης της στην Αγγλική γλώσσα.



25-07-2024