Satisfiability είναι ένα ουσιαστικό.
[ˌsætɪsfaɪəˈbɪlɪti]
Η "ικανοποιησιμότητα" αναφέρεται στην κατάσταση ή την ποιότητα του να είναι κάτι ικανοποιητικό ή να υπάρχει μια λύση σε μια πρόταση κυρίως στο πλαίσιο των λογικών και μαθηματικών συστημάτων. Στη λογική, αναφέρεται στην ύπαρξη γεγονότων που ικανοποιούν μια δεδομένη λογική πρόταση.
Χρησιμοποιείται συχνά σε θεωρητικά και πρακτικά πλαίσια της πληροφορικής, των μαθηματικών και της λογικής. Η χρήση της είναι πιο κοινή σε γραπτά κείμενα, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε προφορικές συζητήσεις σε εξειδικευμένα πεδία.
"Η ικανοποιησιμότητα του λογικού τύπου αποδείχθηκε από τον μαθηματικό."
"In computer science, the satisfiability problem is fundamental."
"Στην πληροφορική, το πρόβλημα ικανοποιησιμότητας είναι θεμελιώδες."
"Researchers are exploring new methods to test the satisfiability of complex systems."
Η λέξη "satisfiability" χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά πλαίσια και δεν εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, σχετικές έννοιες που προκύπτουν στον τομέα περιλαμβάνουν:
"Ο ελεγκτής ικανοποιησιμότητας μας βοήθησε να προσδιορίσουμε την εγκυρότητα της λογικής μας."
"Satisfiability modulo theories (SMT)" - "Ικανοποιησιμότητα υπό περιορισμούς θεωριών"
"Οι επιλυτές SMT χρησιμοποιούνται για να αντιμετωπίσουν διάφορα προβλήματα ικανοποιησιμότητας."
"Satisfiability problem in propositional logic" - "Πρόβλημα ικανοποιησιμότητας στη προτασιακή λογική"
Η λέξη "satisfiability" προέρχεται από το ρήμα "satisfy" (ικανοποιώ) που έχει λατινικές ρίζες (satisfacere), συνδυαζόμενο με το επίθημα "-ability", που δείχνει την ικανότητα ή την δυνατότητα ενός πράγματος.
Συνώνυμα: - Fulfillment - Compliance - Contentment (σε πιο γενικές συνθήκες)
Αντώνυμα: - Unsatisfiability - Discontent - Noncompliance
Αυτή η αναφορά δίνει μια λεπτομερή εικόνα της λέξης "satisfiability" και της χρήσης της στην Αγγλική γλώσσα.