satisfiable - επίθετο
sentence - ουσιαστικό
Satisfiable: Αναφέρεται σε κάτι που μπορεί να ικανοποιηθεί ή να καλυφθεί, συνήθως σε λογικά και μαθηματικά συμφραζόμενα, όπου μία δήλωση ή πρόταση μπορεί να είναι αληθής υπό κάποιες συνθήκες.
Sentence: Η πρόταση αναφέρεται σε μια ολοκληρωμένη σκέψη που έχει νόημα και μπορεί να περιέχει υποκείμενο και ρήμα.
Η συχνότητα χρήσης του "satisfiable" είναι χαμηλή, εστιάζοντας κυρίως σε ακαδημαϊκά και τεχνικά συμφραζόμενα. Αντίθετα, η λέξη "sentence" χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Το λογικό πρόβλημα έχει μια ικανοποιητική πρόταση που μπορεί να αποδειχθεί σωστή.
In Boolean algebra, a satisfiable sentence indicates that there is at least one assignment of variables that makes the sentence true.
Στη Βουλγάρικη άλγεβρα, μια ικανοποιητική πρόταση υποδεικνύει ότι υπάρχει τουλάχιστον μια ανάθεση μεταβλητών που καθιστά την πρόταση αληθή.
A satisfiable sentence in formal logic is essential for constructing valid arguments.
Η λέξη "satisfiable" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή γλώσσα. Ωστόσο, χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικούς και μαθηματικούς τομείς.
"Σε ένα ικανοποιητικό σύστημα, όλες οι απαιτήσεις έχουν εκπληρωθεί."
"The satisfiable condition ensures that our conclusions are valid."
"Η ικανοποιητική συνθήκη διασφαλίζει ότι τα συμπεράσματά μας είναι έγκυρα."
"Finding a satisfiable solution is key in optimization problems."
Η λέξη satisfiable προέρχεται από την αγγλική ρίζα "satisfy" (ικανοποιώ) συν παρακείμενη κατάληξη -able, που σημαίνει «ικανός να».
Η λέξη sentence προέρχεται από το λατινικό "sententia," που σημαίνει "άποψη" ή "γνωμοδότηση."
Συνώνυμα: - satisfiable: ικανοποιητικός, επιλύσιμος - sentence: φράση, δήλωση
Αντώνυμα: - satisfiable: ανικανοποίητος, μη επιλύσιμος - sentence: ερώτηση, απορία (βασισμένο στο πλαίσιο της πρότασης)
Αυτή είναι η εκτενής ανάλυση των λέξεων "satisfiable sentence."