Ο όρος "saturated pay" αποτελείται από δύο λέξεις, όπου το "saturated" είναι επίθετο και το "pay" είναι ουσιαστικό.
/sæˈtʃʊr.eɪ.tɪd peɪ/
Ο όρος "saturated pay" συνήθως αναφέρεται σε ένα επίπεδο αποδοχών που έχει "κορεστεί", δηλαδή έχει σταθεί σε μια συγκεκριμένη τιμή ή είναι σε υπερπληρότητα στην αγορά εργασίας. Χρησιμοποιείται συχνά στη συζήτηση για το μισθολόγιο και τους μισθούς σε ένα συγκεκριμένο τομέα ή επαγγελματική κατηγορία. Η χρήση του είναι κυρίως γραπτή και βρίσκεται σε οικονομικά κείμενα και αναφορές, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε συζητήσεις σχετικά με τις συνθήκες εργασίας.
"Πολλοί εργαζόμενοι είναι δυσαρεστημένοι με την κορεσμένη πληρωμή τους."
"The company is struggling to increase saturated pay in a competitive market."
"Η εταιρεία παλεύει να αυξήσει τις κορεσμένες αποδοχές σε μια ανταγωνιστική αγορά."
"Employees are seeking better benefits rather than higher saturated pay."
Ο όρος "saturated pay" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο, μπορεί να σχετίζεται με ορισμένες οικονομικές και εργασιακές φράσεις:
"Η αγορά είναι γεμάτη από θέσεις εργασίας που προσφέρουν κορεσμένες αποδοχές."
"Workers are demanding fair salaries over saturated pay."
"Οι εργαζόμενοι απαιτούν δίκαιους μισθούς αντί για κορεσμένες αποδοχές."
"In sectors with saturated pay, job satisfaction becomes more important."
Η λέξη "saturated" προέρχεται από τη λατινική λέξη "saturatus," που σημαίνει "γεμάτος," ενώ η λέξη "pay" προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "paie," που σημαίνει "αμοιβή".
Συνώνυμα: - fixed pay (σταθερός μισθός) - capped pay (ανώτατος μισθός)
Αντώνυμα: - variable pay (μεταβαλλόμενος μισθός) - increasing pay (αυξανόμενος μισθός)