Ρήμα / Ουσιαστικό
/sɔː boʊ/
O όρος "saw bow" αναφέρεται σε ένα τύπο τόξου που χρησιμοποιείται συνήθως στη τοξοβολία. Το "saw" μπορεί επίσης να υποδηλώνει τη διαδικασία κοπής, ενώ το "bow" αναφέρεται στο τόξο.
He practiced his aim with the saw bow every weekend.
Αυτός εξασκούνταν στην σκοποβολή με το τόξο κάθε Σαββατοκύριακο.
Using a saw bow can enhance your archery skills significantly.
Η χρήση ενός χαλασμένου τόξου μπορεί να ενισχύσει σημαντικά τις ικανότητες σου στην τοξοβολία.
The craftsman admired the precision of the saw bow he had built.
Ο τεχνίτης θαύμασε την ακρίβεια του χαλασμένου τόξου που είχε κατασκευάσει.
Ο όρος "saw bow" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί σε ορισμένα συμφραζόμενα.
"To have a sharp saw bow" means to be well-prepared for challenges.
"Να έχεις ένα χαλασμένο τόξο" σημαίνει να είσαι καλά προετοιμασμένος για προκλήσεις.
"Shooting with a saw bow" reflects the idea of taking decisive action.
"Σκοπεύοντας με ένα χαλασμένο τόξο" αντικατοπτρίζει την ιδέα της λήψης αποφασιστικής δράσης.
Η λέξη "saw" προέρχεται από την παλιά Αγγλική λέξη "sāwan" που σημαίνει κοπή, ενώ η λέξη "bow" προέρχεται από την παλιά Αγγλική "boga," που σημαίνει τόξο ή κάμψη.
Αυτός ο συνδυασμός λέξεων έχει περιορισμένη χρήση και αναγνωρίζεται κυρίως σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα, όπως η τοξοβολία ή ειδικά αθλητικά σενάρια.