Scale-bearing είναι ένα επιθετικό όρος.
/ˈskeɪlˌbɛərɪŋ/
Ο όρος scale-bearing αναφέρεται σε κάτι που φέρει ή υποστηρίζει μια κλίμακα ή μια μέτρηση. Χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και τεχνικά πλαίσια, όπως η βιολογία ή η χημεία, όπου μπορεί να αναφέρεται σε οργανισμούς ή αντικείμενα που φέρουν κλίμακες.
Η χρήση της λέξης είναι περιορισμένη και συχνά συναντάται σε ειδικά κείμενα. Δεν είναι πολύ κοινή στον καθημερινό προφορικό ή γραπτό λόγο.
Ο ψάρι είναι ένα κλίμακοφορο πλάσμα, που τον βοηθά να επιβιώνει στο νερό.
Scale-bearing reptiles have been around for millions of years.
Ο όρος scale-bearing δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορούμε να εξερευνήσουμε κάποιες συνδυασμένες χρήσεις που σχετίζονται με το θέμα των "κλιμάκων":
Είμαι αποφασισμένος να φτάσω σε νέα ύψη στην καριέρα μου.
Scale up the project
Πρέπει να κλιμακώσουμε το έργο για να καλύψουμε τις απαιτήσεις.
On a scale of 1 to 10
Η λέξη scale προέρχεται από τη Λατινική λέξη scala, που σημαίνει "κλίμακα" ή "σκελετός". Το bearing προέρχεται από τη μέση Αγγλικά λέξη bering, που σημαίνει "φέρνω" ή "υποστηρίζω".
Συνώνυμα:
- Scale-supporting
- Scale-carrying
Αντώνυμα:
- Scale-less
- Non-scale carrying
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα του όρου scale-bearing, της σημασίας του, καθώς και προτάσεις που επεξηγούν πώς χρησιμοποιείται στη γλώσσα.